lundi 5 octobre 2015

Le P'tit Libé!


Libération lance le P’tit Libé, pour expliquer l’actualité aux enfants. A travers des dossiers pédagogiques et ludiques, la rédaction décrypte les grands sujets de société pour les petits citoyens.
Τεύχος 1

 

dimanche 30 août 2015

La Jeunesse (extrait du livre 'Un garçon d'Italie') Philippe Besson

... C'est cela qui me frappe en premier, sa jeunesse. Il devrait avoir mon âge, celui de Luca. Il paraît avoir vingt ans à peine. 
C'est insupportable, cette jeunesse. On ne sait pas lutter contre ça. On n'est pas à armes égales. On est d'emblée dans le déséquilibre. On ne connaît plus les mots, les gestes. On a perdu les réflexes. On va être à côté de la plaque. C'est une distance trop grande, tout à coup, impossible à combler. On a l'impression d'être vieille, démodée, fatiguée ... 



dimanche 31 mai 2015

samedi 30 mai 2015

ANTIGONE de Jean Anouilh


O θεατρικός γάλλος συγγραφέας Jean Anouilh αναδιαμορφώνει τον κλασσικό μύθο του Σοφοκλή 'Αντιγόνη' και η παράσταση ανεβαίνει κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία (1944).

Οι ήρωες, ίδιοι με εκείνους του Σοφοκλή, πλάθονται και εκφράζονται σε ένα τελείως διαφορετικό ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, κρατώντας φυσικά τη διαχρονική ψυχική δομή τους, εκείνη που ο αρχαίος δραματουργός τους δίνει. 

Αντιγόνη, Ισμήνη, Κρέων, Αίμονας, Ετεοκλής και Πολυνείκης. 
 
Η Ναζιστική Γερμανία είναι παρούσα στη Γαλλία και η Αντίσταση στο πρόσωπο της Αντιγόνης γεννά πολλές ερμηνείες και σύγχρονα μηνύματα


 

Antigone de Jean Anouilh, pièce de théâtre : VIDEO YOUTUBE - Langue : Français  






"Eldorado" de Laurent Gaudé - Extrait

XI. Le messager silencieux 
P. 185 éditions: "J'ai lu"

- D'où venez-vous? (...)
- Europe, dit-il.
L'homme le regarda avec un sourire admiratif. Plusieurs visages s'étaient tournés vers lui. Il sentit que la conversation allait se répandre comme une maladie, tout autour de lui, et qu'il ne pouvait plus rien y faire.
Le voisin de celui qui avait posé la première question lui demanda alors s'il était vrai qu'il faisait froid là-bas. Et Salvatore Piracci se rendit compte que tous ceux qui avaient entendu la question attendaient la réponse avec impatience.
-Trop froid, répondit-il.
(....)
Alors, lorsqu'un jeune homme à lunettes lui demanda s'il y avait du travail chez lui, il répondit en articulant chaque mot et en répétant :
-Non. Pas de travail. Pas de travail du tout.
Cette réponse provoqua une bronca de désappointement. ( ......)
Il décida d'être dur. Il parla de la misère des riches. De la vie d'esclave qui attendait la plupart de ceux qui tentaient le voyage. Il parla de l'écoeurement devant ces magasins immenses où tout peut s'acheter mais où rien n'est vraiment nécessaire. Il parla de l'argent. De sa violece et de son règne.
Les hommes l'écoutèrent d'abord avec surprise, puis avec mauvaise humeur. (.....).
____________________________________
Eldorado représente les pays industrialisés pour les immigrés. Le mythe 'must go on', un rêve d'une vie meilleure en Europe.




mercredi 13 mai 2015

"H Σονάτα του Σεληνόφωτος" Γιάννης Ρίτσος




[Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στά μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δέν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τά δυό παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νά πῶ1 ὅτι ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα μιλάει στόν Νέο]:

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
5 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,2

ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου3
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
 
10 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
15 τόσο θετική σάν μεταφυσική4
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.5
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

20 Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ
   μου
σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος
25 νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
30 (δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου
εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου).
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
6
35 Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
40 οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο
7
ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση
δυσπιστία —
45 λέω γιά τήν πολυθρόνα,8 πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
— μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι,
πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω
στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς,
ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια
του ἀνάσα,
50 τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό
σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει
ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά
μαντίλια,
ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ τό
λιόγερμα
55 ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες
στ' ἀντικρυνό γιαπί
ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, — διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου·
ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια.9

Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη
ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα
60 πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο10
μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξοῦδες
— 8, 16, 32, 64, —

κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί
ρόζ λουλούδια,
(συχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια — κακή συνήθεια11) — 32, 64, —
κ' οἱ δικοί μου στήριζαν
65 μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν
πολυθρόνα —
ξεκοιλιασμένη — φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα —
ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο,
μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση — τί νά πρωτοδιορθώσεις; —
ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, — φοβήθηκα
70 τ' ἄσπρο σεντόνι12 σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν
ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ' ἐσύ κι ὅπως κ'
ἐγώ ἄλλωστε,
καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ'
τή βροχή ἤ τό φεγγάρι.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά σταθοῦμε λιγάκι στήν κορφή τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ
Ἅη-Νικόλα,13
75 ὕστερα ἐσύ θά κατηφορίσεις κ' ἐγώ θά γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερό πλευρό μου τή ζέστα ἀπ' τό τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ
σακκακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικά τετράγωνα φῶτα ἀπό μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αὐτή τήν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τό φεγγάρι ποὖναι σά μιά μεγάλη
συνοδεία ἀσημένιων κύκνων —
καί δέ φοβᾶμαι αὐτή τήν ἔκφραση, γιατί ἐγώ
80 πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ
ἐμφανίστηκε
ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος,
καί πολλούς νέους, πιό ὡραίους κι ἀπό σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,14
ἔτσι λευκή κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαι15 μές στή λευκή μου φλόγα, στή
λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν κι ἀπ' τή δισταχτικήν
ἔκσταση τῶν ἐφήβων,
85 πολιορκημένη ἀπό ἐξαίσια, ἡλιοκαμμένα σώματα,
ἄλκιμα16 μέλη γυμνασμένα στό κολύμπι, στό κουπί, στό στίβο,
στό ποδόσφαιρο (πού ἔκανα πώς δέν τἄβλεπα)
μέτωπα, χείλη καί λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καί μάτια,
στέρνα καί μπράτσα καί μηροί (κι ἀλήθεια δέν τἄβλεπα)
ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις,
σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου
,17
90 θέ μου, τί μάτια πάναστρα,18 κι ἀνυψωνόμουν σέ μιάν ἀποθέωση
ἀρνημένων ἄστρων
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπό μέσα,
ἄλλος δρόμος δε μοὔμενε παρά μονάχα πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω.
— Ὄχι, δέ φτάνει.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω ἡ ὥρα πιά εἶναι περασμένη. Ἄφησέ με,
95 γιατί τόσα χρόνια, μέρες καί νύχτες καί πορφυρά μεσημέρια,
ἔμεινα μόνη,
ἀνένδοτη, μόνη καί πάναγνη,
ἀκόμη στή συζυγική μου κλίνη πάναγνη καί μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σέ διαβεβαιῶ, θά μείνουνε σά λαξευμένοι σέ ἄμεμπτο
μαρμαρο
19
100 πέρα ἀπ' τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι20 δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
105 νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
110 Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι, παρ' ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει.
Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τούς νεκρούς του
115 νά ζεῖ ἀπ' τούς νεκρούς του
νά ζεῖ ἀπ' τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καί νά νοικοκυρεύει ἀκόμη τούς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια
καί ράφια.21
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
120 εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θά τρίξει, — ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης,22
κάποια βήματα ἀκούγονται, — δέν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, —
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα,23
125 κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,
24
διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου,
τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις
καθάριο κι ἀδιαίρετο.
Τά χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο
130 σάν κυκλικό ξυράφι — πῶς νά τό φέρω στά χείλη μου;
ὅσο κι ἄν διψῶ, — πῶς νά τό φέρω; — Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις, — αὐτό μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτό μέ βεβαιώνει ἀκόμη πώς δέ λείπω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
135 Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση
πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά
του ἀρκούδα
25
μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια26
σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο
ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει27τό σούρουπο
140 καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν
πιά νά βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς
ἀρκούδας —
κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί —
ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια
δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά
παιδιά, τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς,
145 καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα
ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο
παιχνίδι της,
δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση,
τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν
χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
150 μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου —
τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση
τῆς ζωῆς
πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της.28

Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι;
Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
155 ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της,
χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς
ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε
τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
160 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι μέ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
εἶναι σάν τό βυθό τῆς θάλασσας. Τά μπρίκια29 κρεμασμένα γυαλίζουν
σά στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τά πιάτα σαλεύουν ἀργά σάν τίς μέδουσες,30
165 φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στά μαλλιά μου — δέν μπορῶ νά τά
ξεκολλήσω ὕστερα,
δέν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στήν ἐπιφάνεια —
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τά χέρια ἄηχος, — σωριάζομαι —
καί βλέπω τίς φυσαλίδες ἀπ' τήν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν
καί προσπαθῶ νά διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
170 κι ἀναρωτιέμαι τί θά λέει ἄν κάποιος βρίσκεται ἀπό πάνω καί βλέπει
αὐτές τίς φυσαλίδες,
τάχα πώς πνίγεται κάποιος ἤ πώς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τούς βυθούς;31

Κι ἀλήθεια δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀνακαλύπτω ἐκεῖ, στό βάθος
τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καί χτεσινά καί σημερινά καί μελλούμενα,
175 μιάν ἐπαλήθευση σχεδόν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιάν εὐτυχία, μιά μέθη, κ' ἐνθουσιασμόν ἀκόμη,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί ζαφείρια·
μονάχα πού δέν ξέρω νά τά δώσω — ὄχι, τά δίνω·
180 μονάχα πού δέν ξέρω ἄν μποροῦν νά τά πάρουν — πάντως ἐγώ
τά δίνω.32
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου.
Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι
185 δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;33

Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο — τί δυνατό τό στῆθος σου,
— τί δυνατό φεγγάρι, — ἡ πολυθρόνα, λέω — κι ὅταν σηκώνω τό
φλιτζάνι ἀπ' τό τραπέζι
μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου
ἐπάνω
νά μήν κοιτάξω μέσα, — ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του·
190 καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου — μήν κοιτάξεις
μέσα,
εἶναι μιά δύναμη μαγνητική34 πού σέ τραβάει — μήν κοιτάξεις, μήν
κοιτᾶχτε,

ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω — θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος — θά πέσεις, —
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι,
195 ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά,35 μυστηριακές φωνές — δέν τίς ἀκοῦτε;
Βαθύ-βαθύ τό πέσιμο,36
βαθύ-βαθύ τό ἀνέβασμα,
τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ' ἀνοιχτά φτερά του,37
βαθειά-βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, —
200 τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό
ἴδιο σου τό κύμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος, — πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα — ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε
ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

205 Συχνά πετάγομαι στό φαρμακεῖο ἀπέναντι γιά καμμιάν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καί μένω μέ τόν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μές στούς τοίχους τόν κούφιο θόρυβο πού κάνουν οἱ σωλῆνες
τοῦ νεροῦ,
ἤ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ἑτοιμάζω δυό — ποιός νά τόν πιεῖ τόν ἄλλον; —
210 ἀστεῖο ἀλήθεια, τόν ἀφήνω στό περβάζι νά κρυώνει
ἤ κάποτε πίνω καί τόν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ' τό παράθυρο τόν πράσινο
γλόμπο τοῦ φαρμακείου
σάν τό πράσινο φῶς ἑνός ἀθόρυβου τραίνου πού ἔρχεται νά μέ πάρει
μέ τά μαντίλια μου, τά στραβοπατημένα μου παπούτσια, τή μαύρη
τσάντα μου, τά ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες — τί νά τίς κάνεις;
215 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία,38 — ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι —
220 τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —
225 ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα. Καληνύχτα. 
(Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος»,39 μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικό κ' ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, — ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ' τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει):

 img13

samedi 11 avril 2015

Ανάσταση, 2015 - Christos Anesti

Λοιπόν. 
Έχουμε και λέμε. Τα βάζουμε κάτω και καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: 

Πάσχα και Καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι δυο ακαταμάχητες ιδέες. Αν πρέπει να εξαιρέσεις τη μια, πονάει η ψυχή σου για τον αποκλεισμό της άλλης. Απερίσκεπτα λοιπόν την πάτησα και φέτος.
Πάραυτα όμως, είχα την λαμπρή ιδέα αυτή τη φορά, να συντονιστώ με την Πειραϊκή εκκλησία και να ακούσω live την λειτουργία της Αναστάσεως. Συνήθως κατεφεύγω στην εύκολη τακτική, παραδείγματος χάριν, θρησκείες και πράσσειν άλογα, laicité που λένε και οι φίλοι Γάλλοι, καλύτερα οι δυο μας που λέει και η Γαρμπή με τη Βίσση, θα πάω να ψάξω σοκολατένια αυγά στο κήπο και tout va bien. Μια βδομάδα είναι άλλωστε θα περάσει. 

Στο "δεύτε λάβετε φώς", ετοιμάζομαι για την ακρόοση του Ευαγγελίου. Η φωνή του παπά ξάφνου μου φαίνεται οικεία, ξέρω απ'έξω το τελείωμα της κάθε φράσης του, το τι γίνεται μέσα και έξω από την εκκλησία. Έχω ήδη σταμπάρει τις ωραιότερες λαμπάδες, το ποιος είναι δίπλα μου και ποιον ακόμα δεν έχω συναντήσει. Κεριά αναμμένα και μια χαρά για την χαρμόσυνη είδηση. Δυο λέξεις σε αναμονή, θρησκευτικές κατά βάση, και όλοι θα πάρουμε το δρόμο της επιστροφής για τον εορτασμό του Πάσχα.



ΌΛΟΙ: Δεν υπάρχει σπίτι από τη Θράκη ως τη Κρήτη και από τη Κέρκυρα ως τη Ρόδο που να μην είναι αυτή τη στιγμή στην εκκλησία, ή γύρω από μια εκκλησία, ή κοντά σε μια εκκλησία. Πιστοί, άθεοι, και επισκέπτες παίρνουμε όλοι μέρος σε αυτή τη γιορτή. Χριστός Ανέστη εκ νεκρών. Χριστός Ανέστη! Όλοι στους δρόμους, φώτα, κεριά, βεγγαλικά, φιλιά, αγκαλιές, αγάπη, ευχές, φωνές, και αγάπη. Μια λέξη: Ανάσταση

-Κυρά Δέσποινα, Χριστός Ανέστη. 
-Αληθώς ανέστη παιδί μου και του χρόνου.

Αυτό το "όλοι" με κυρίευσε, όλες οι πόλεις και τα χωριά της ελλάδας μαζί με μια λαμπάδα στο χέρι, το μοίρασμα μιας κοινής ιδέας και ας είναι η ύψιστη ορθολογικά απατηλή! 

Και εγώ εδώ.
Ψάχνω τα ταυτιστώ, να ξαναδομηθώ θα έλεγε ο ψυχαναλυτής μου. 

Αληθώς Ανέστη. 
2015, Λυών 








samedi 4 avril 2015

Ne pas être une proie, le défi des femmes sans abri

AFP, 03/04/2015. 

 Deux SDF sur cinq sont des femmes mais leur situation est souvent plus précaire et dangereuse que celles des hommes: invisibilité, regroupement, saleté... Elles usent de différentes stratégies pour ne pas devenir des proies.
 «Vivre à la rue, c’est pas évident, il faut se rendre invisible», confie Isabelle, 42 ans, «en galère depuis quatre ans». Elle a alterné pendant plusieurs années petits boulots et périodes à la rue, avant de sombrer. «Aujourd’hui, je dors dans ma voiture, avec mes deux chiens, un berger allemand et un labrador.»
 Victime d’attouchements dans son enfance, placée dans un foyer de redressement à 13 ans, Isabelle est «une solitaire», une situation «pas facile à vivre» quand on dort dehors. «On essaie de nous pousser vers la prostitution, de nous faire du mal. J’ai déjà été victime de violences, d’une agression sexuelle par un jeune alcoolisé», dit-elle. «Je dormais sur un banc, il s’est jeté sur moi, c’est mon chien qui m’a sauvée.»
 «A la rue, les femmes sont plus vulnérables», confirme Evelyne Edou, directrice de La Halte femmes, accueil de jour à Paris. Même si elles ne le disent pas, «quasiment toutes les femmes qui vivent à la rue ont été victimes de viols», affirme-t-elle.
 Selon l’Insee, environ 141.500 personnes étaient sans domicile en 2012, dont 38% de femmes. Certaines à la suite d’une rupture familiale, d’une perte d’emploi ou pour fuir un mari violent. Elles ont souvent des problèmes d’addiction.
 Les sans-papiers sont aussi de plus en plus fréquentes, originaires principalement d’Afrique. Autres profils rencontrés, les femmes roms des bidonvilles ou les jeunes femmes en errance.

- Sur le qui-vive -

 Un centre de la Croix-Rouge a été récemment ouvert à Paris pour ces jeunes, «encore plus en danger», car victimes «aussi de trafics et de réseaux de prostitution», explique sa directrice, Monique Bonnet. Plutôt que dormir sur un trottoir, ces jeunes femmes préfèrent se cacher dans les squats, les parkings, les cages d’escaliers.
 La France manque d’hébergements pour sans-abri, et le 115, numéro d’urgence, est régulièrement saturé. Alors certaines n’appellent plus, lassées d’attendre en vain. D’autant que les femmes ont moins de lieux d’hébergement dédiés, souligne Agnès Lecordier, dont la fondation agit en faveur des femmes SDF. Beaucoup refusent les centres mixtes, par peur des agressions, des bagarres et des vols.
 «Elles nous disent: +là-dedans, j’ai l’impression d’être un bout de viande+», confirme Maïwenn Abjean, directrice de l’accueil de jour Femmes SDF à Grenoble.
 Mais pour certaines, impossible de s’insérer même dans les centres qui leur sont réservés. A la rue depuis longtemps, elles peinent à accepter un règlement et la promiscuité. La rue est «ce qu’elles ont connu de plus stable dans leur vie», explique Evelyne Edou.
 Paradoxalement, elles «se sentent parfois plus en sécurité dans la rue, près des gares ou dans des endroits éclairés avec du passage», complète Moussa Djimera, de l’association Aurore.
 Pour celles qui continuent à appeler le 115, «on leur conseille de se réfugier dans les urgences des hôpitaux», explique Marlène Catherine, éducatrice spécialisée à la Halte femmes. D’autres se reposent dans les bus de nuit, avec l’accord tacite des chauffeurs.
 Mais «elles ne dorment jamais vraiment, une femme dehors est toujours sur le qui-vive», insiste Marlène Catherine. Et c’est dans les accueils de jour qu’elles viennent récupérer, dans un lit ou un canapé, voire profiter d’une douche, laver leur linge, obtenir des kit d’hygiène.
 Pour se protéger, certaines se regroupent, comme Stéphanie et Nicole, installées sous deux tentes, sous les arcades de l’avenue Daumesnil, à Paris. Nicole prend chaque jour un café à La Halte femmes, mais «on ne sait rien d’elle». Stéphanie, à la rue depuis deux ans, souffre du syndrome de Diogène, conservant et entassant des centaines de vêtements.
 - Eloigner les prédateurs -
 D’autres préfèrent se rapprocher de groupes d’hommes. «Tu te mélanges à des groupes, tu es protégée», explique Isabelle.
 Mais les dérapages existent, notamment lorsque l’alcool entre en jeu. «Certains hommes leur disent carrément: +tu te mets avec moi, et je te protège+. Cela s’apparente à de la prostitution», déplore Mme Edou. «On m’a déjà proposé ça», confirme Isabelle, qui a préféré «fuir».
 Les couples sont pourtant nombreux. Amour ou arrangement? Souvent un peu des deux. Pour Moussa Djimera, «c’est parfois plus facile d’avoir un hébergement en couple».
Certains hommes profitent aussi de leur faiblesse en leur proposant un hébergement contre une faveur sexuelle. Hawa, 27 ans, qui a fui un mariage forcé au Mali, s’est retrouvée enceinte après avoir été hébergée par un bénévole d’une association, dont elle n’a pas osé refuser les avances. «Je ne voulais plus dormir dehors», confie-t-elle à l’AFP, en larmes.
 Dans la rue, pour éloigner les prédateurs, Stéphanie porte plusieurs couches de vêtements: trois bonnets et une capuche, «des tee-shirts, deux pulls, deux vestes, et trois pantalons et trois paires de chaussettes».
Isabelle préfère les vêtements masculins. Avec sa casquette bleue, son gros blouson gris et son pantalon de treillis kaki, elle «passe pour un homme. C’est une apparence pour être tranquille», justifie cette femme aux cheveux très courts.
 Certaines font aussi le choix de la répugnance: odeurs, saleté, tout est bon pour «rebuter l’instinct» d’éventuels agresseurs.
 Près de Bastille, Martine mendie «10 centimes» aux passants, cheveux sales et morve au nez, en chaussettes dans des espadrilles trempées, vêtue d’un pantalon informe et souillé et d’un gilet défraîchi, une cannette de bière à la main.
«Une carapace», disent les travailleurs sociaux.
 Pour tous les acteurs de terrain, aller à la rencontre de ces femmes est «un travail de longue haleine» pour recréer de la confiance.
 Car beaucoup refusent tout contact. «Elles ont peur des hommes, et refusent parfois l’aide des femmes, qui leur renvoient un miroir de ce qu’elles ne sont pas», souligne Agnès Lecordier.
 Alors certaines ont choisi une autre stratégie, totalement à l’opposé: se montrer la plus féminine et la plus coquette possible pour ne pas être perçue comme SDF. Elles se mettent à l’abri dans des bibliothèques ou des centres commerciaux.
 «On les connaît peu, on les croise peu, explique Moussa Djimera. Celles-là passent entre les mailles du filet.»


 https://www.blogger.com/blogger.g?blogID=5009083908532329757#editor/target=post;postID=3223594690524649353


mercredi 21 janvier 2015

Ο μικρός πρίγκιπας


Η ταινία πρόκειται να βγει στους κινηματογράφους τον Οκτώβριο του 2015 (Γαλλία) πάραυτα το τρέιλερ παίζει παντού!
Αναμένουμε!

https://www.youtube.com/watch?v=RIAbFrMIVbo