απόσπασμα 26.8
"Αλλά κι εγώ εύχομαι να γυρίσει και να μας πει αν έμαθε τίποτα περισσότερο για τη Σταχτοπούτα. Μίλησαν για τη Σταχτοπούτα, ο Τουτλς ήταν σίγουρος ότι η μητέρα του θα πρέπει να της έμοιαζε πολύ. Μόνον όταν έλειπε ο Πίτερ μπορούσαν να μιλήσουν για τις μητέρες τους, γιατί ο αρχηγός τους απαγόρευε να ασχολούνται μ' αυτό το θέμα που το θεωρούσε ανόητο.
-Το μόνο που θυμάμαι από τη μητέρα μου, τους είπε ο Νιμπς, είναι ότι έλεγε συχνά στο πατέρα μου, Ω, μακάρι να είχα το δικό μου βιβλιάριο επιταγών! Δεν ξέρω τι είναι το βιβλιάριο επιταγών, αλλά θα ήθελα πολύ να χαρίσω ένα στη μητέρα μου".
Καθώς μιλούσαν, άκουσαν έναν θόρυβο κάπου μακριά. Εσείς ή εγώ, μια και δεν είμαστε άγρια πλάσματα των δασών, δεν θα είχαμε ακούσει τίποτα, αλλά εκείνοι το άκουσαν, κι ήταν φρικτό τραγούδι:
Γιο-χο-χο, τι όμορφη που είναι των πειρατών η ζωή,
Στο καράβι με τη σημαία με τη νεκροκεφαλή,
Παρέα μ΄ενα κοντό μαχαίρι κι ένα μακρύ σπαθί".
απόσπασμα 27.8
"Το σπίτι είχε τελειώσει οριστικά. Δεν είχαν παρά να χτυπήσουν την πόρτα.
-Κοιτάξτε να είστε περιποιημένοι, τους προειδοποίησε ο Πίτερ, η πρώτη εντύπωση είναι φοβερά σημαντική.
Ευτυχώς κανένας δεν τον ρώτησε τι σήμαινε η πρώτη εντύπωση, γιατί όλοι ήταν απασχολημένοι να δείχνουν όσο πιο περιποιημένοι μπορούσαν.
Ο Πίτερ χτύπησε ευγενικά, ενώ το δάσος κρατούσε την ανάσα του, και τα παιδιά το ίδιο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η Τίνκερ Μπελ που παρακολουθούσε από ένα κλαδί και κορόιδευε φανερά.
Αυτό που αναρωτιόνταν τα αγόρια ήταν αν θα άνοιγε κανείς τη πόρτα. Αν ήταν μια κυρία, πώς θα ήταν;
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε μια κυρία. Ήταν η Γουέντι. Έβγαλαν όλοι τους σκούφους τους.
Έδειξε να ξαφνιάζεται, ακριβώς όπως έπρεπε, κι ήταν ακριβώς όπως ήλπιζαν ότι θα είναι.
-Πού βρίσκομαι είπε.
Φυσικά ο Σλάιτλι ήταν ο πρώτος που ξανά βρήκε τη φωνή του. Κυρία Γουέντι, είπε γρήγορα, χτίσαμε αυτό το σπίτι για σένα.
-Ω, πες ότι χαίρεσαι, φώναξε ο Νιμπς.
-Όμορφο, γλυκό σπίτι, είπε η Γουέντι, κι ήταν ακριβώς τα λόγια που ήλπιζαν ότι θα έλεγε.
-Και εμείς είμαστε τα παιδιά σου, φώναξαν οι δίδυμοι.
Κι ύστερα γονάτισαν όλα και απλώνοντας τα χέρια τους φώναξαν, Ω, κυρία Γουέντι, γίνε η μητέρα μας.
-Πρέπει; είπε η Γουέντι, ακτινοβολώντας ολόκληρη. Φυσικά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά βλέπεται είμαι μόνο ένα μικρό κορίτσι. Δεν έχω καθόλου πείρα.
-Δεν πειράζει, είπε ο Πίτερ, λες και ήταν το μοναδικό άτομο εκεί που ήξερε τα πάντα για το θέμα, αν και στην πραγματικότητα ήταν εκείνος που ήξερε τα λιγότερα. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια γλυκιά μανούλα".
απόσπασμα 28.8
"Βλέπετε, ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη της μητέρας τους που άφηνε πάντα το παράθυρο ανοιχτό, είπε η Γουέντι. Κι έτσι, γύρισαν πετώντας στη μαμά τους και τον μπαμπά τους, και η πένα δεν μπορεί να περιγράψει την ευτυχισμένη σκηνή, την οποία καλύπτουμε μ' ένα πέπλο.
Αυτό ήταν το παραμύθι και τους άρεσε τόσο πολύ όσο και στην ίδια την όμορφη αφηγήτρια. Βλέπετε, όλα σ'αυτό ήταν τέλεια. Φεύγουμε χαρούμενα σαν τα πιο άκαρδα πλάσματα στον κόσμο - κι αυτό ακριβώς είναι τα παιδιά, αλλά είναι και τόσο χαριτωμένα, και περνάμε ωραία, αδιαφορώντας για τους γονείς μας, κι όταν χρειαστούμε τις φροντίδες τους επιστρέφουμε και τους επιτρέπουμε μεγαλόψυχα να μας τις προσφέρουν, απόλυτα σίγουροι ότι θα μας ανταμείψουν, αντί να μας χαστουκίσουν.
Κι ήταν τόσο σίγουροι για την αγάπη της μητέρα τους, που ένιωθαν ότι μπορούσαν να συνεχίσουν να φέρονται σκληρά και άκαρδα για λίγο καιρό ακόμα.
Υπήρχε όμως κάποιος που ήξερε ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα κι όταν η Γουέντι τελείωσε την ιστορία της, εκείνος βόγκηξε δυνατά.
-Τί συμβάινει, Πίτερ; φώναξε τρέχοντας κοντά του, νομίζοντας ότι ήταν άρρωστος. Τον ψηλάφισε τρυφερά, στο στήθος και στο στομάχι. Πού πονάς, Πίτερ;
-Δεν πονάω, απάντησε βλοσυρά ο Πίτερ.
- Τότε τί έχεις;
-Γουέντι, κάνεις λάθος για τις μητέρες.
Μαζεύτηκαν όλοι γύρω του, τρομαγμένοι που τον έβλεπαν τόσο αναστατωμένο κι εκείνος τους φανέρωσε αυτό που μέχρι τότε τους είχε κρύψει.
-Πριν από πολύν καιρό, είπε, πίστευα και εγώ σαν εσάς ότι η μητέρα μου θα άφηνε πάντα το παράθυρο ανοιχτό για να γυρίσω, κι έτσι έμεινα μακριά πολλά πολλά φεγγάρια κι έπειτα επέστρεψα, αλλά το παράθυρο είχε κάγκελα, γιατί η μητέρα μου με είχε ξεχάσει εντελώς και στο κρεβάτι μου κοιμόταν ένα άλλο αγοράκι.
Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό ήταν αλήθεια αλλά ο Πίτερ το πίστευε και τρόμαξαν όλοι".
απόσπασμα 29.8
"Κάτι ξέχασες, διακόπτει η Τζέιν που τώρα ξέρει την ιστορία καλύτερα από τη μητέρα της. Όταν τον είδες να κάθεται στο πάτωμα και να κλαίει, τί είπες;
-Ανακάθισα στο κρεβάτι και είπα, Αγοράκι γιατί κλαίς;
-Ναι αυτό ήταν, λέει η Τζέιν με μια βαθιά ανάσα.
-Κι ύστερα μας πήγε πετώντας ως την Χώρα του Ποτέ Ποτέ και τις Νεράιδες και τους Πειρατές, και τους ερυθρόδερμους και τη λιμνοθάλασσα με τις γοργόνες και το σπιτάκι.
-Ναι, και τι σου άρεσε περισσότερο απ' όλα;
-Νομίζω ότι περισσότερο απ' όλα μου άρεσε το υπόγειο σπίτι.
-Ναι και μένα. Ποιο ήταν το τελευταίο πράγμα που σου είπε ο Πίτερ;
-Το τελευταίο πράγμα που μου είπε ήταν, να με περιμένεις πάντα κι ύστερα, κάποια νύχτα, θα μ' ακούσεις να λαλώ σαν πετεινός.
-Ναι.
-Αλίμονο όμως, με ξέχασε, λέει η Γουέντι μ' ένα χαμόγελο. Τόσο πολύ είχε μεγαλώσει.
-Πώς ακουγόταν όταν λαλούσε; ρώτησε η Τζέιν ένα βράδυ.
-Κάπως έτσι, είπε η Γουέντι και προσπάθησε να μιμηθεί το λάλημα του Πίτερ.
-Όχι, δεν ήταν έτσι, είπε σοβαρά η Τζέιν, ήταν έτσι. Και το έκανε πολύ καλύτερα από τη μητέρα της.
Η Γουέντι ξαφνιάστηκε κάπως. Αγάπη μου, που το ξέρεις;
-Το ακούω συχνά στον ύπνο μου, είπε η Τζέιν.
......
Το παράθυρο άνοιξε με φόρα, όπως παλιά, και ο Πίτερ προσγειώθηκε στο πάτωμα.
Ήταν ολόιδιος όπως πάντα και η Γουέντι είδε αμέσως ότι είχε ακόμα τα πρώτα του δοντάκια.
......
Αναγκάστηκε να του πει.
-Μεγάλωσα Πίτερ. Είμαι πολύ μεγαλύτερη από είκοσι χρονών. Μεγάλωσα πριν από πολύ καιρό.
-Υποσχέθηκες ότι δε θα μεγάλωνες!
-Δεν μπορούσα να το αποφύγω. Είμαι παντρεμένη γυναίκα τώρα Πίτερ.
-Όχι, δεν είσαι.
-Ναι, και το κοριτσάκι στο κρεβάτι είναι το μωρό μου.
-Όχι, δεν είναι.
Αλλά υπέθεσε ότι ήταν κι έκανε ένα βήμα προς το κοιμισμένο παιδί με το μαχαίρι σηκωμένο, Φυσικά δε χτύπησε. Κάθισε στο πάτωμα κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. και η Γουέντι δεν ήξερε τι να κάνει, αν και κάποτε ήξερε να τον παρηγορεί πολύ εύκολα. Τώρα ήταν μεγάλη γυναίκα και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο για να μπορέσει να σκεφτεί με την ησυχία της.
Ο Πίτερ συνέχισε να κλαίει και σε λίγο οι λυγμοί του ξύπνησαν την Τζέιν. Ανακάθισε στο κρεβάτι και και τον κοίταξε με ενδιαφέρον.
-Αγοράκι, είπε, γιατί κλαίς;
Ο Πίτερ σηκώθηκε και της υποκλίθηκε κι εκείνη του ανταπέδωσε την υπόκλιση από το κρεβάτι.
-Γεια σου, είπε.
-Γεια σου, είπε η Τζέιν.
-Με λένε Πίτερ Παν, της είπε.
-Ναι, το ξέρω.
-Γύρισα να πάρω τη μητέρα μου πίσω στη Χώρα του Ποτέ Ποτέ, της εξήγησε.
-Ναι, το ξέρω, είπε η Τζέιν, σε περίμενα".
faith.