jeudi 25 décembre 2014

Η σημασία του “παίζω” στην παιδική ηλικία - ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

Ξέρετε τους κανόνες του κρυφτό; Παίξατε κρυφτό όταν ήσασταν μικροί; Θυμάστε τα συναισθήματα όταν κάποιος σας έβρισκε, σας έψαχνε ή εν τέλει καταφέρνατε να πείτε φτου ξελευθερία; 
 
Ήδη από την ηλικία των 3 ετών το παιδί μπορεί να αρχίσει να κατανοεί το παιχνίδι του κρυφτό. Είναι καθαρά ένα συμβολικό παιχνίδι με αναμφισβήτητη θετική συμβολή στη ψυχική ανάπτυξη του παιδιού. 


 
Ένα παιχνίδι που συναντάμε παντού στο κόσμο. Στα παιδιά αρέσει να κρύβονται. Σκοπός είναι να τους ψάξει κάποιος και εν τέλει να τους βρει. Οι ψυχολογικές προεκτάσεις του παιχνιδιού δεν είναι δα και τόσο εμφανείς, άμεσα και με την πρώτη δοκιμή του 'τα φυλάω'. Η ικανότητα μας να δημιουργούμε την 'αναπαράσταση του απόντα' και να 'ανεχόμαστε τον αποχωρισμό' αποτελεί τη βάση για να παίξουμε κρυφτό. Στo στάδιο αυτό έχουμε ορίσει το εγώ μας, το έχουμε ξεχωρίσει από το εγώ του άλλου (κυρίως της μητέρας) και κατευθυνόμαστε προς την αναζήτηση του άλλου. 
 
Στο κρύβομαι υπάρχει η κρυφή ελπίδα του να με βρει κάποιος. Στο κρυφτό η αξία δεν δίνεται στην απώλεια του άλλου αλλά στο πόσους θα καταφέρω να βρω. Εξαφανίζομαι για να βρεθώ, κρύβομαι για να με βρεις.

Είναι αλήθεια ότι τα παιδιά προτιμούν να κρύβονται από το να τα 'φυλάνε'. Οι κανόνες του παιχνιδιού οφείλουν να είναι σεβαστοί από όλους, καθώς για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου αστείο να κρυφτεί κάποιος τόσο καλά ή για τόση πολλή ώρα ώστε να μην μπορεί να βρεθεί. Η χαρά του παιχνιδιού είναι συνδεδεμένη με την εύρεση, με τη φράση 'σε βρήκα'!

Παίζοντας κρυφτό λοιπόν μάθαμε να κρατάμε στο μυαλό μας τους απόντες μέχρι τη στιγμή που θα τους ξαναβρούμε. 
 
Όταν κάποιος δεν είναι στο οπτικό μας πεδίο, μάθαμε να κατασκευάζουμε μια εικόνα στο πίσω μέρος του μυαλού μας, εκ της πεποιθήσεως ότι συνεχίζει να υπάρχει και χωρίς να τον βλέπουμε.
 
Μάθαμε να διαχειριζόμαστε την μοναξιά αλλά και την ησυχία μέχρι τον εντοπισμό του πρώτου ήχου που θα μας οδηγήσει πιο κοντά στον Άλλο. 



Άννα Αναγνωστοπούλου
Ψυχολόγος 

 


"Ο Άνθρωπος με τα όμορφα μάτια"

όταν ήμασταν παιδιά
υπήρχε ένα περίεργο σπίτι
όλα τα στόρια ήτανε
πάντοτε
κατεβασμένα
και ποτέ δεν ακούγαμε φωνές
εκεί μέσα
και η αυλή ήτανε γεμάτη
μπαμπού
και μας άρεσε να παίζουμε
στα μπαμπού
κάναμε
τον Ταρζάν
(παρόλο που δεν υπήρχε
Τζέιν).
και υπήρχε μια
γούρνα με ψάρια
μια μεγάλη γούρνα
γεμάτη απ” τα
πιο παχιά χρυσόψαρα
που έχετε δει ποτέ
και ήτανε
ήμερα.
ερχόντουσαν στην
επιφάνεια του νερού
και παίρναν κομμάτια
ψωμιού
απ” τα χέρια μας.
Οι γονείς μας μάς είχαν
πει:
«ποτέ μην πάτε κοντά σ” αυτό το
σπίτι.»
έτσι, φυσικά,
πήγαμε.
αναρωτιόμασταν αν
έμενε κανείς εκεί.
οι εβδομάδες περνούσαν και
ποτέ δεν είδαμε
κανέναν.
τότε μια μέρα
ακούσαμε
μια φωνή
απ” το σπίτι
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ
ΠΟΥΤΑΝΑ!»
ήταν μια αντρική
φωνή.
τότε η
πόρτα
του σπιτιού
άνοιξε με δύναμη
  και ο άντρας
βγήκε
έξω.
κρατούσε ένα
πέμπτο του ουίσκι
στο δεξί του
χέρι.
ήταν περίπου
30.
είχε ένα πούρο
στο
στόμα του,
χρειαζόταν ξύρισμα.
τα μαλλιά του ήταν
άγρια ​​και
αχτένιστα
κι ήταν
ξυπόλυτος
με τα εσώρουχα
αλλά τα μάτια του
ήταν
φωτεινά.
φλέγονταν
από
λάμψη
και είπε,
«Έι, μικροί
κύριοι,
περνάτε καλά,
ελπίζω;»
ύστερα έβγαλε ένα
μικρό γέλιο
και πήγε
πίσω στο
σπίτι.
φύγαμε,
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και το σκεφτήκαμε.
οι γονείς μας,
αποφασίσαμε,
μάς ήθελαν
να μείνουμε μακριά
από εκεί
επειδή
ποτέ δεν μας ήθελαν
να δούμε έναν άνθρωπο
έτσι,
ένα δυνατό γνήσιο
άνθρωπο
με
όμορφα
μάτια.
οι γονείς μας
ντρέπονταν
που δεν ήτανε
σαν κι αυτόν
τον άνθρωπο,
γι” αυτό μας
ήθελαν να
μείνουμε
μακριά.
αλλά
πήγαμε πίσω
σ” αυτό το σπίτι
και τα μπαμπού
και τα ήμερα
χρυσόψαρα.
πήγαμε πίσω
πολλές φορές
για πολλές εβδομάδες
αλλά ποτέ
δεν είδαμε
ή ακούσαμε
ξανά
τον άντρα.

τα στόρια ήτανε
κατεβασμένα
όπως πάντα
και ήτανε
ήσυχα.
τότε μια μέρα
καθώς γυρίζαμε απ” το
σχολείο
είδαμε το
σπίτι.
ήτανε καμένο
ολοσχερώς,
δεν είχε μείνει
τίποτε,
μόνο ένα σιγοκαίων
σπειροειδές μαύρο
θεμέλιο
και πήγαμε
στη γούρνα με τα ψάρια
και δεν υπήρχε
νερό
μέσα
και τα παχιά
πορτοκαλιά χρυσόψαρα
ήτανε νεκρά
εκεί,
να στεγνώνουν.
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και μιλήσαμε
γι” αυτό
και αποφασίσαμε πως
οι γονείς μας είχανε
κάψει το
σπίτι τους ολοσχερώς,
τους είχαν σκοτώσει
είχαν σκοτώσει τα
χρυσόψαρα
επειδή ήταν
όλα πάρα πολύ
όμορφα,
ακόμη και το δάσος με τα μπαμπού
είχε καεί.
είχαν
φοβηθεί
τον άνθρωπο με τα
όμορφα
μάτια.
και
φοβόμασταν
έκτοτε
πως
σ” όλη τη ζωή μας
πράγματα όπως αυτό
θα
συνέβαιναν,
πως κανείς
δεν ήθελε
τον οποιονδήποτε
να είναι
δυνατός και
όμορφος
όπως αυτό,
πως
άλλοι ποτέ δεν θα
το επέτρεπαν,
και πως
πολλοί άνθρωποι
θα “πρεπε να
πεθάνουν.
- See more at: http://left.gr/news/mpoykofski-ena-ekpliktiko-animation-gia-poiima-o-anthropos-me-ta-omorfa-matia#sthash.8T4qhaOf.dpuf
https://www.youtube.com/watch?v=JW12Ealvj0s
the man with the beautiful eyes - charles bukowski






when we were kids
there was a strange house
all the shades were
always
drawn
and we never heard voices
in there
and the yard was full of
bamboo
and we liked to play in
the bamboo
pretend we were
Tarzan
(although there was no
Jane).
and there was a
fish pond
a large one
full of the
fattest goldfish
you ever saw
and they were
tame.
they came to the
surface of the water
and took pieces of
bread
from our hands.
Our parents had
told us:
“never go near that
house.”
so, of course,
we went.
we wondered if anybody
liveed there.
weeks went by and we
never saw
anybody.
then one day
we heard
a voice
from the house
“YOU GOD DAMNED
WHORE!”
it was a man’s
voice.
then the screen
door
of the house was
flung open
and the man
walked
out.
he was holding a
fifth of whiskey
in his right
hand.
he was about
30.
he had a cigar
in his
mouth,
needed a shave.
his hair was
wild and
and uncombed
and he was
barefoot
in undershirt
and pants.
but his eyes
were
bright.
they blazed
with
brightness
and he said,
“hey, little
gentlemen,
having a good
time, I
hope?”
then he gave a
little laugh
and walked
back into the
house.
we left,
went back to my
parents’ yard
and thought
about it.
our parents,
we decided,
had wanted us
to stay away
from there
because they
never wanted us
to see a man
like
that,
a strong natural
man
with
beautiful
eyes.
our parents
were ashamed
that they were
not
like that
man,
that’s why they
wanted us
to stay
away.
but
we went back
to that house
and the bamboo
and the tame
goldfish.
we went back
many times
for many weeks
but we never
saw
or heard
the man
again.
the shades were
down
as always
and it was
quiet.
then one day
as we came back from
school
we saw the
house.
it had burned
down,
there was nothing
left,
just a smouldering
twisted black
foundation
and we went to
the fish pond
and there was
no water
in it
and the fat
orange goldfish
were dead
there,
drying out.
we went back to
my parents’ yard
and talked about
it
and decided that
our parents had
burned their
house down,
had killed
them
had killed the
goldfish
because it was
all too
beautiful,
even the bamboo
forest had
burned.
they had been
afraid of
the man with the
beautiful
eyes.
and
we were afraid
then
that
all throughout our lives
things like that
would
happen,
that nobody
wanted
anybody
to be
strong and
beautiful
like that,
that
others would never
allow it,
and that
many people
would have to
die.
όταν ήμασταν παιδιά
υπήρχε ένα περίεργο σπίτι
όλα τα στόρια ήτανε
πάντοτε
κατεβασμένα
και ποτέ δεν ακούγαμε φωνές
εκεί μέσα
και η αυλή ήτανε γεμάτη
μπαμπού
και μας άρεσε να παίζουμε
στα μπαμπού
κάναμε
τον Ταρζάν
(παρόλο που δεν υπήρχε
Τζέιν).
και υπήρχε μια
γούρνα με ψάρια
μια μεγάλη γούρνα
γεμάτη απ” τα
πιο παχιά χρυσόψαρα
που έχετε δει ποτέ
και ήτανε
ήμερα.
ερχόντουσαν στην
επιφάνεια του νερού
και παίρναν κομμάτια
ψωμιού
απ” τα χέρια μας.
Οι γονείς μας μάς είχαν
πει:
«ποτέ μην πάτε κοντά σ” αυτό το
σπίτι.»
έτσι, φυσικά,
πήγαμε.
αναρωτιόμασταν αν
έμενε κανείς εκεί.
οι εβδομάδες περνούσαν και
ποτέ δεν είδαμε
κανέναν.
τότε μια μέρα
ακούσαμε
μια φωνή
απ” το σπίτι
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ
ΠΟΥΤΑΝΑ!»
ήταν μια αντρική
φωνή.
τότε η
πόρτα
του σπιτιού
άνοιξε με δύναμη
  και ο άντρας
βγήκε
έξω.
κρατούσε ένα
πέμπτο του ουίσκι
στο δεξί του
χέρι.
ήταν περίπου
30.
είχε ένα πούρο
στο
στόμα του,
χρειαζόταν ξύρισμα.
τα μαλλιά του ήταν
άγρια ​​και
αχτένιστα
κι ήταν
ξυπόλυτος
με τα εσώρουχα
αλλά τα μάτια του
ήταν
φωτεινά.
φλέγονταν
από
λάμψη
και είπε,
«Έι, μικροί
κύριοι,
περνάτε καλά,
ελπίζω;»
ύστερα έβγαλε ένα
μικρό γέλιο
και πήγε
πίσω στο
σπίτι.
φύγαμε,
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και το σκεφτήκαμε.
οι γονείς μας,
αποφασίσαμε,
μάς ήθελαν
να μείνουμε μακριά
από εκεί
επειδή
ποτέ δεν μας ήθελαν
να δούμε έναν άνθρωπο
έτσι,
ένα δυνατό γνήσιο
άνθρωπο
με
όμορφα
μάτια.
οι γονείς μας
ντρέπονταν
που δεν ήτανε
σαν κι αυτόν
τον άνθρωπο,
γι” αυτό μας
ήθελαν να
μείνουμε
μακριά.
αλλά
πήγαμε πίσω
σ” αυτό το σπίτι
και τα μπαμπού
και τα ήμερα
χρυσόψαρα.
πήγαμε πίσω
πολλές φορές
για πολλές εβδομάδες
αλλά ποτέ
δεν είδαμε
ή ακούσαμε
ξανά
τον άντρα.

τα στόρια ήτανε
κατεβασμένα
όπως πάντα
και ήτανε
ήσυχα.
τότε μια μέρα
καθώς γυρίζαμε απ” το
σχολείο
είδαμε το
σπίτι.
ήτανε καμένο
ολοσχερώς,
δεν είχε μείνει
τίποτε,
μόνο ένα σιγοκαίων
σπειροειδές μαύρο
θεμέλιο
και πήγαμε
στη γούρνα με τα ψάρια
και δεν υπήρχε
νερό
μέσα
και τα παχιά
πορτοκαλιά χρυσόψαρα
ήτανε νεκρά
εκεί,
να στεγνώνουν.
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και μιλήσαμε
γι” αυτό
και αποφασίσαμε πως
οι γονείς μας είχανε
κάψει το
σπίτι τους ολοσχερώς,
τους είχαν σκοτώσει
είχαν σκοτώσει τα
χρυσόψαρα
επειδή ήταν
όλα πάρα πολύ
όμορφα,
ακόμη και το δάσος με τα μπαμπού
είχε καεί.
είχαν
φοβηθεί
τον άνθρωπο με τα
όμορφα
μάτια.
και
φοβόμασταν
έκτοτε
πως
σ” όλη τη ζωή μας
πράγματα όπως αυτό
θα
συνέβαιναν,
πως κανείς
δεν ήθελε
τον οποιονδήποτε
να είναι
δυνατός και
όμορφος
όπως αυτό,
πως
άλλοι ποτέ δεν θα
το επέτρεπαν,
και πως
πολλοί άνθρωποι
θα “πρεπε να
πεθάνουν.
- See more at: http://left.gr/news/mpoykofski-ena-ekpliktiko-animation-gia-poiima-o-anthropos-me-ta-omorfa-matia#sthash.8T4qhaOf.dpuf
όταν ήμασταν παιδιά
υπήρχε ένα περίεργο σπίτι
όλα τα στόρια ήτανε
πάντοτε
κατεβασμένα
και ποτέ δεν ακούγαμε φωνές
εκεί μέσα
και η αυλή ήτανε γεμάτη
μπαμπού
και μας άρεσε να παίζουμε
στα μπαμπού
κάναμε
τον Ταρζάν
(παρόλο που δεν υπήρχε
Τζέιν).
και υπήρχε μια
γούρνα με ψάρια
μια μεγάλη γούρνα
γεμάτη απ” τα
πιο παχιά χρυσόψαρα
που έχετε δει ποτέ
και ήτανε
ήμερα.
ερχόντουσαν στην
επιφάνεια του νερού
και παίρναν κομμάτια
ψωμιού
απ” τα χέρια μας.
Οι γονείς μας μάς είχαν
πει:
«ποτέ μην πάτε κοντά σ” αυτό το
σπίτι.»
έτσι, φυσικά,
πήγαμε.
αναρωτιόμασταν αν
έμενε κανείς εκεί.
οι εβδομάδες περνούσαν και
ποτέ δεν είδαμε
κανέναν.
τότε μια μέρα
ακούσαμε
μια φωνή
απ” το σπίτι
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ
ΠΟΥΤΑΝΑ!»
ήταν μια αντρική
φωνή.
τότε η
πόρτα
του σπιτιού
άνοιξε με δύναμη
  και ο άντρας
βγήκε
έξω.
κρατούσε ένα
πέμπτο του ουίσκι
στο δεξί του
χέρι.
ήταν περίπου
30.
είχε ένα πούρο
στο
στόμα του,
χρειαζόταν ξύρισμα.
τα μαλλιά του ήταν
άγρια ​​και
αχτένιστα
κι ήταν
ξυπόλυτος
με τα εσώρουχα
αλλά τα μάτια του
ήταν
φωτεινά.
φλέγονταν
από
λάμψη
και είπε,
«Έι, μικροί
κύριοι,
περνάτε καλά,
ελπίζω;»
ύστερα έβγαλε ένα
μικρό γέλιο
και πήγε
πίσω στο
σπίτι.
φύγαμε,
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και το σκεφτήκαμε.
οι γονείς μας,
αποφασίσαμε,
μάς ήθελαν
να μείνουμε μακριά
από εκεί
επειδή
ποτέ δεν μας ήθελαν
να δούμε έναν άνθρωπο
έτσι,
ένα δυνατό γνήσιο
άνθρωπο
με
όμορφα
μάτια.
οι γονείς μας
ντρέπονταν
που δεν ήτανε
σαν κι αυτόν
τον άνθρωπο,
γι” αυτό μας
ήθελαν να
μείνουμε
μακριά.
αλλά
πήγαμε πίσω
σ” αυτό το σπίτι
και τα μπαμπού
και τα ήμερα
χρυσόψαρα.
πήγαμε πίσω
πολλές φορές
για πολλές εβδομάδες
αλλά ποτέ
δεν είδαμε
ή ακούσαμε
ξανά
τον άντρα.

τα στόρια ήτανε
κατεβασμένα
όπως πάντα
και ήτανε
ήσυχα.
τότε μια μέρα
καθώς γυρίζαμε απ” το
σχολείο
είδαμε το
σπίτι.
ήτανε καμένο
ολοσχερώς,
δεν είχε μείνει
τίποτε,
μόνο ένα σιγοκαίων
σπειροειδές μαύρο
θεμέλιο
και πήγαμε
στη γούρνα με τα ψάρια
και δεν υπήρχε
νερό
μέσα
και τα παχιά
πορτοκαλιά χρυσόψαρα
ήτανε νεκρά
εκεί,
να στεγνώνουν.
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και μιλήσαμε
γι” αυτό
και αποφασίσαμε πως
οι γονείς μας είχανε
κάψει το
σπίτι τους ολοσχερώς,
τους είχαν σκοτώσει
είχαν σκοτώσει τα
χρυσόψαρα
επειδή ήταν
όλα πάρα πολύ
όμορφα,
ακόμη και το δάσος με τα μπαμπού
είχε καεί.
είχαν
φοβηθεί
τον άνθρωπο με τα
όμορφα
μάτια.
και
φοβόμασταν
έκτοτε
πως
σ” όλη τη ζωή μας
πράγματα όπως αυτό
θα
συνέβαιναν,
πως κανείς
δεν ήθελε
τον οποιονδήποτε
να είναι
δυνατός και
όμορφος
όπως αυτό,
πως
άλλοι ποτέ δεν θα
το επέτρεπαν,
και πως
πολλοί άνθρωποι
θα “πρεπε να
πεθάνουν.
- See more at: http://left.gr/news/mpoykofski-ena-ekpliktiko-animation-gia-poiima-o-anthropos-me-ta-omorfa-matia#sthash.8T4qhaOf.dpuf
όταν ήμασταν παιδιά
υπήρχε ένα περίεργο σπίτι
όλα τα στόρια ήτανε
πάντοτε
κατεβασμένα
και ποτέ δεν ακούγαμε φωνές
εκεί μέσα
και η αυλή ήτανε γεμάτη
μπαμπού
και μας άρεσε να παίζουμε
στα μπαμπού
κάναμε
τον Ταρζάν
(παρόλο που δεν υπήρχε
Τζέιν).
και υπήρχε μια
γούρνα με ψάρια
μια μεγάλη γούρνα
γεμάτη απ” τα
πιο παχιά χρυσόψαρα
που έχετε δει ποτέ
και ήτανε
ήμερα.
ερχόντουσαν στην
επιφάνεια του νερού
και παίρναν κομμάτια
ψωμιού
απ” τα χέρια μας.
Οι γονείς μας μάς είχαν
πει:
«ποτέ μην πάτε κοντά σ” αυτό το
σπίτι.»
έτσι, φυσικά,
πήγαμε.
αναρωτιόμασταν αν
έμενε κανείς εκεί.
οι εβδομάδες περνούσαν και
ποτέ δεν είδαμε
κανέναν.
τότε μια μέρα
ακούσαμε
μια φωνή
απ” το σπίτι
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ
ΠΟΥΤΑΝΑ!»
ήταν μια αντρική
φωνή.
τότε η
πόρτα
του σπιτιού
άνοιξε με δύναμη
  και ο άντρας
βγήκε
έξω.
κρατούσε ένα
πέμπτο του ουίσκι
στο δεξί του
χέρι.
ήταν περίπου
30.
είχε ένα πούρο
στο
στόμα του,
χρειαζόταν ξύρισμα.
τα μαλλιά του ήταν
άγρια ​​και
αχτένιστα
κι ήταν
ξυπόλυτος
με τα εσώρουχα
αλλά τα μάτια του
ήταν
φωτεινά.
φλέγονταν
από
λάμψη
και είπε,
«Έι, μικροί
κύριοι,
περνάτε καλά,
ελπίζω;»
ύστερα έβγαλε ένα
μικρό γέλιο
και πήγε
πίσω στο
σπίτι.
φύγαμε,
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και το σκεφτήκαμε.
οι γονείς μας,
αποφασίσαμε,
μάς ήθελαν
να μείνουμε μακριά
από εκεί
επειδή
ποτέ δεν μας ήθελαν
να δούμε έναν άνθρωπο
έτσι,
ένα δυνατό γνήσιο
άνθρωπο
με
όμορφα
μάτια.
οι γονείς μας
ντρέπονταν
που δεν ήτανε
σαν κι αυτόν
τον άνθρωπο,
γι” αυτό μας
ήθελαν να
μείνουμε
μακριά.
αλλά
πήγαμε πίσω
σ” αυτό το σπίτι
και τα μπαμπού
και τα ήμερα
χρυσόψαρα.
πήγαμε πίσω
πολλές φορές
για πολλές εβδομάδες
αλλά ποτέ
δεν είδαμε
ή ακούσαμε
ξανά
τον άντρα.

τα στόρια ήτανε
κατεβασμένα
όπως πάντα
και ήτανε
ήσυχα.
τότε μια μέρα
καθώς γυρίζαμε απ” το
σχολείο
είδαμε το
σπίτι.
ήτανε καμένο
ολοσχερώς,
δεν είχε μείνει
τίποτε,
μόνο ένα σιγοκαίων
σπειροειδές μαύρο
θεμέλιο
και πήγαμε
στη γούρνα με τα ψάρια
και δεν υπήρχε
νερό
μέσα
και τα παχιά
πορτοκαλιά χρυσόψαρα
ήτανε νεκρά
εκεί,
να στεγνώνουν.
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και μιλήσαμε
γι” αυτό
και αποφασίσαμε πως
οι γονείς μας είχανε
κάψει το
σπίτι τους ολοσχερώς,
τους είχαν σκοτώσει
είχαν σκοτώσει τα
χρυσόψαρα
επειδή ήταν
όλα πάρα πολύ
όμορφα,
ακόμη και το δάσος με τα μπαμπού
είχε καεί.
είχαν
φοβηθεί
τον άνθρωπο με τα
όμορφα
μάτια.
και
φοβόμασταν
έκτοτε
πως
σ” όλη τη ζωή μας
πράγματα όπως αυτό
θα
συνέβαιναν,
πως κανείς
δεν ήθελε
τον οποιονδήποτε
να είναι
δυνατός και
όμορφος
όπως αυτό,
πως
άλλοι ποτέ δεν θα
το επέτρεπαν,
και πως
πολλοί άνθρωποι
θα “πρεπε να
πεθάνουν.
- See more at: http://left.gr/news/mpoykofski-ena-ekpliktiko-animation-gia-poiima-o-anthropos-me-ta-omorfa-matia#sthash.8T4qhaOf.dpuf

Joyeux Noël!


HAPPY CHRISTMAS DAY!

Πόσα μπισκοτάκια μπορεί να φάει ο Άγιος Βασίλης; 

Το επόμενο πρωί θα ξέρουμε!

Καλά Χριστούγεννα!
γεμάτα αγάπη, φαντασία και λάθη πολλά!

24.12.2014

dimanche 23 novembre 2014

Les pieds sur terre - emission - Χαρισματικά παιδιά

Dans la tête des enfants surdoués.

Ils se sentent différents, se disent très sensibles et veulent comprendre chaque chose, comme si c'était vital. Leur esprit grandit vite mais ils restent des enfants. Comment ces enfants intellectuellement précoces voient-ils la vie, le vaste monde, et même l'avenir de l'humanité ?

1ère diffusion le 2/12/2009
Reportage : Elise Andrieu
Réalisation : Emmanuel Geoffroy (et Olivier Bétard)

vendredi 21 novembre 2014

Ποδήλατο χωρίς πετάλια / Vélo sans pedale

Ποδήλατο χωρίς πετάλια. 

Συνίσταται για τους μικρούς μπόμπιρες σαν πρώτο στάδιο εκμάθησης.
 
Ποδαράκια στο έδαφος και δώστου!
 
Είναι ένας τρόπος σταδιακής εξοικείωσης. 

Το παιδί μαθαίνει σιγά σιγά να ελέγχει τις κινήσεις του σώματος του και να αποκτά την επιθυμητή ισορροπία!


dimanche 5 octobre 2014

Οδός κεντρικής πλατείας, αριθμός ελευθέρας βουλήσεως.

Γεια σας! 
 

Με λένε Αρθούρο και μένω στην Αθήνα.

Η Αθήνα είναι μια όμορφη και μεγάλη πόλη.


Το σαββατοκύριακο που έχω ελεύθερο χρόνο, παίρνω το ποδήλατο μου και κατεβαίνω στην πλατεία. Εκεί βρίσκω τον Γρηγόρη, τον καλύτερο μου φίλο και παίζουμε μαζί.



Εδώ και μέρες όμως ο Γρηγόρης δεν κατεβαίνει στην πλατεία. Η μαμά του, του το απαγόρευσε. 
 

(Tα δυο παιδιά συνομιλούν στο σχολείο)

- Τον είδες τον άστεγο που έχει στήσει μια χάρτινη κούτα και κοιμάται στο παγκάκι της πλατείας; 
- Ναι, είναι ο κύριος Έκτορας.
- Τον ξέρεις;
- Μου μίλησε τις προάλλες που ήμουν μόνος στην πλατεία.
- Δεν φοβήθηκες; Είναι τρομακτικός, δεν είναι; Έχει μούσια, φοράει τρύπια ρούχα και μυρίζει. Μιλάει μόνος του και μάλλον ούτε ο ίδιος καταλαβαίνει τί λέει.  
- Έμένα μου συστήθηκε και με ρώτησε πώς με λένε. Μου είπε ότι είμαι πολύ συμπαθητικό παιδί.  
- Να μη του μιλάς, μπορεί να σε πειράξει. Εγώ δεν κατεβαίνω πια στην πλατεία. Θα παίζουμε στο σχολείο ή αν θες να έρχεσαι στο σπίτι μου. 

 



Ο Γρηγόρης παίζει μόνος στην πλατεία κάνοντας ποδήλατο. Οι φίλοι του δεν κατεβαίνουν πια. Μόνο κάτι περαστικοί δίνουν ζωή στην άλλοτε πολύβουη γειτονιά.

- Θέλω να φύγεις από την πλατεία μας. Κανείς πια δεν έρχεται να παίξει εδώ εξαιτίας σου. Να φύγεις, να πας στο σπίτι σου! 
- Εδώ είναι το σπίτι μου μικρέ! Δίνε του και άσε με ήσυχο. Ουστ!




Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και η Αθήνα βάζει τα γιορτινά της. 

Η εφημερίδα γράφει τα εξής: 
 
Ο δήμαρχος της πόλης πρότεινε για φέτος κάθε πλατεία να έχει το δικό της χριστουγεννιάτικο δέντρο, φτιαγμένο και στολισμένο από τους κατοίκους της κάθε γειτονιάς. Θα γίνει διαγωνισμός και το ωραιότερο δέντρο θα κερδίσει. Το έπαθλο παραμένει έκπληξη.



Η γειτονιά του Έκτορα κινητοποιείται για να φτιάξει το δικό της χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τέσσερις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, ο κόσμος αψηφώντας το τσουχτερό κρύο είναι εκεί, στη μέση της πλατείας. Έχουν έρθει όλοι για να κρεμάσουν στο δέντρο τα πρωτότυπα και ξεχωριστά στολίδια τους. Ο κύριος Έκτορας είναι επίσης εκεί. Είναι αλλιώτικος σήμερα. Είναι χαμογελαστός, ξυρισμένος και όμορφα ντυμένος.



- Πάρε μικρέ, κρέμασε αυτή τη μπάλα για μένα στο δέντρο.



Η μπάλα του κύριου Έκτορα είναι και αυτή αλλιώτικη από τις άλλες. Είναι καταρχήν φτιαγμένη από χαρτόκουτο και απεικονίζει έναν μικρό ποδηλάτη.

- Ευχαριστώ, λέει ο Αρθούρος κρεμώντας τη μπάλα στο δέντρο.


Την επόμενη μέρα στην πλατεία στήνεται γιορτή. Όλοι είναι εκεί χαρούμενοι και περήφανοι για το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο δεσπόζει στη μέση της πλατείας. Θα έρθει και ο δήμαρχος να το δει.


    -Δεν είναι όμορφη η πλατεία μας; Έφυγε και ο βρωμιάρης, λέει ο περιπτεράς. 

Ο Αρθούρος ρίχνει μια γρήγορη ματιά γύρω του για να επιβεβαιώσει ότι όντως η χάρτινη κούτα και τα υπάρχοντα του κύριου Έκτορα δεν βρίσκονται πια στη συνηθισμένη θέση τους στη πλατεία. Ούτε βέβαια και ο κύριος Έκτορας είναι εκεί. 


    - Τι έγινε, που είναι;  αναρωτήθηκε ο μικρός Αρθούρος. 
       
    Κανείς δεν είχε να του πει κάτι. Ή μάλλον κανείς δεν νοιαζόταν να πει κάτι. Άλλωστε ήταν η μέρα γιορτινή και εύθυμη. 


Η ημέρα των Χριστουγέννων έφτασε, 25 Δεκεμβρίου.

Ο Αρθούρος κατέβηκε στη πλατεία για να κάνει ποδήλατο. Ο Γρηγόρης σήμερα ήταν εκεί όπως και πλήθος κόσμου. Θα γινόταν η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για το διαγωνισμό του ωραιότερου χριστουγεννιάτικου δέντρου της Αθήνας! 



Ο Αρθούρος πλησιάζει το δέντρο, ξεκρεμά τον χάρτινο ποδηλάτη και τον αφήνει στο σημείο όπου άλλοτε ο κύριος Έκτορας όριζε ως σπίτι του. Έπειτα σιγοψιθυρίζει:


- Χρόνια πολλά κύριε Έκτορα. Είναι Χριστούγεννα σήμερα και έχει μια υπέροχη μέρα στην Αθήνα!  

Αμέσως μετά και άθελα του στρέφει το βλέμα του ψηλά στον ουρανό. 

 
Άννα Αναγνωστοπούλου 














samedi 4 octobre 2014

Monsieur Winnicott, avez-vous eu un doudou?




Ο Winnicott εισήγαγε τον όρο “μεταβατικό αντικείμενο” για να περιγράψει τη χρήση οποιουδήποτε αντικειμένου στο οποίο το παιδί προσκολλάται, αποχωρίζεται δύσκολα και το αναζητά σε περιπτώσεις άγχους ή μοναξιάς. Πρόκειται για απαλά αντικείμενα, όπως γούνινα αρκουδάκια, κουβερτούλες ή ακόμα και συμπεριφορές που το παιδί αναπτύσει για να ανταπεξέλθει σε κάποιο στρεσογόνο γεγονός, για παράδειγμα πιπίλισμα του δαχτύλου λίγο πριν κοιμηθεί. Η θεωρία του Winnicott έχει ψυχαναλυτική βάση και υποστηρίζει ότι στους πρώτους μήνες το βρέφος δεν διαφοροποιεί τον εαυτό σου από το περιβάλλον και τα αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένου και της μητέρας του. Η σχέση του με τον κόσμο είναι μια σχέση συγχώνευσης. Σταδιακά όμως και μέσα από τα αντικείμενα γύρω του αρχίζει να συνειδητοποιεί την εξωτερική πραγματικότητα και να ορίζει τον εσωτερικό του κόσμο από οτιδήποτε το περιβάλλει. Το μεταβατικό αντικείμενο βοηθάει το βρέφος σε αυτή την προοδευτική μετάβαση. Είναι εκείνο που γίνεται το πρώτο αντικείμενο “μη εγώ”, η γέφυρα, σ'ένα δυνητικό χώρο που παραχωρείται στο βρέφος για την εξέταση της πραγματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το παιδί διαλέγει μόνο του το αντικείμενο αυτό και δεν επιβάλλεται από το περιβάλλον του. Το παιδί μπορεί να το αγγίζει, να το τρίβει, να το πιπιλάει ή να το μυρίζει γεγονός που το κάνει να νιώθει ασφαλές στην απουσία της μητέρας του.

Τί συμβαίνει λοιπόν και στην Γαλλία όλα τα παιδιά έχουν από ένα μεταβατικό αντικείμενο; Πρόκειται άραγε για μια ψυχική διαδικασία καθολική και άκρως απαραίτητη για την υγιή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των μικρών γάλλων; Γιατί δεν συναντάς παρόμοιο φαινόμενο στα μικρά ελληνάκια; Είναι αλήθεια ότι στην Γαλλία δεν συναντάς εύκολα νήπιο που να μην έχει το περηβόητο doudou του. Πρόκειται στις περισσότερες περιπτώσεις για τρυφερά κουβερτάκια σε σχήμα ζώων, απαλά και όμορφα, υπογεγραμμένα από διάσημη εταιρεία παιχνιδιών.


Τα παιδιά το κουβαλάνε παντού, στο νηπιαγωγείο υπάρχει ειδική θέση για τα μεταβατικά αντικείμενα των νηπίων και φυσικά αν κάποιο χαθεί, η γειτονιά συσπειρώνεται για να βρεθεί το συντομότερο δυνατό ο μικρός ιδιοκτήτης του χαμένου αντικειμένου. 

Γιατί άραγε αυτές οι διαπολιτισμικές διαφορές; 

Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε το θέμα με τις ακόλουθες υποθέσεις:

1. Τα μικρά γαλλάκια αποχωρίζονται από μικρά, ημερών κάποια από αυτά, τη μητρική φιγούρα καθώς η μητέρα επιθυμεί να επιστρέψει στην εργασία της. Ως εκ τούτου η μητέρα ενθαρρύνει το μεταβατικό αντικείμενο ως το μέσο που θα καλύψει συναισθηματικά την χωροχρονική απουσία της όταν το βρέφος μένει με την παιδοκόμο στο σπίτι ή στο βρεφονηπιαγωγείο. 

2. Οι γάλλοι ακόμα και όταν γίνουν γονείς δεν λησμονούν την αξία του προσωπικού χώρου και χρόνου. Επομένως το βρέφος ενθαρρύνεται να κοιμάται στο κρεβατάκι του και ως παιδί να παίζει και μόνο του. Το μεταβατικό αντικείμενο μπορεί να λειτουργήσει καθησυχαστικά σε όλες τις παραπάνω συμπεριφορές. 

Σύμφωνα με το άρθρο της Mylène Hubin-Gayte (Les bèbès) το φαινόμενο του μεταβατικού αντικειμένου συναντά πολιτισμικές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα υπάρχουν μέρη όπου δεν το συναντάμε σχεδόν καθόλου (Ασία, Αφρική και Κεντρική Αμερική). Η συγγραφέας υποθέτει ότι πρόκειται για μια διαφορά που έγκειται στη διαθεσιμότητα του στήθους της μητέρας. Το στήθος της μητέρας είναι και αυτό ένα μεταβατικό αντικείμενο. Σε αυτές τις περιοχές το παιδί δεν έχει ταμπου να έρθει σε επαφή με το στήθος της μητέρας του ακόμα και αν δεν πρόκειται να το θηλάσει, κάτι που στις δυτικές κοινωνίες προφανώς δεν θα βλέπαμε με καλό μάτι. 

Τα ερωτήματα που τίθονται έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 

Όπως και να 'χει, το μικρο γούνινο κουκλάκι που μας συντρόφευσε όταν ήμασταν παιδιά ή η μικρή κουβερτούλα, είχε κάτι πολύτιμο να μας προσφέρει : την συμβολική ασφάλεια μιας μητρικής αγκαλιάς.


mardi 16 septembre 2014

Ecrivains, pourquoi (et comment) les maisons d’édition refusent vos livres

Au regard du nombre de décisions prises, la principale activité d’un éditeur n’est pas de publier, mais de refuser de publier. La quête d’un éditeur est souvent très laborieuse, comme certains d’entre vous peuvent en avoir fait l’expérience. C’est le cas de l’auteur Maginhard, qui s’est amusé à compiler sur son blog une centaine de lettres de refus de son manuscrit, avant d’être publié dans une maison d’édition belge.
En moyenne, un seul livre sur 6 000 est publié. Nous avons tenté de comprendre pourquoi un roman était refusé.

1

Le fonctionnement d’un comité de lecture


Avant la publication, le premier roman devra passer la sélection des comités de lecture (pour les plus grosses maisons d’édition) ou d’un réseau de lecteurs.
Pour les plus petites maisons d’édition, c’est l’éditeur qui reçoit les livres et les sélectionne. C’est le cas d’Alma-Editions, qui publie seulement dix-sept livres par an. Sa directrice littéraire, Catherine Argand, nous a expliqué le cheminement des manuscrits.
Sa maison d’édition peut recevoir jusqu’à cinq livres par jour. Une première sélection des manuscrits se fait par un stagiaire (souvent diplômé d’un master d’édition). Les repêchés sont alors lus par les éditeurs, qui procèdent à un nouvel écrémage.

Lecteurs payés à la pièce

Lorsqu’il existe un comité de lecture, il peut être constitué de cinq à quinze membres, parfois plus. Les lecteurs du comité lisent les livres, les annotent et marquent leur jugement sur une fiche dédiée au roman. Tout y est inscrit : du refus à l’étonnement. Catherine Argand :
« De manière générale, les lecteurs sont payés à la pièce. Ils ont un QCM à remplir au sujet du livre. Par exemple, ils mettent une note à l’action du personnage, la trame de l’histoire, etc. »
En fonction de la taille des maisons d’édition, les membres du comité peuvent se réunir une fois par semaine ou une fois par mois. Durant ces sessions :
« Ils défendent le livre pour lequel ils ont eu un coup de cœur et qu’ils souhaitent voir publié. Si le lecteur a réussi à convaincre les autres lecteurs, on effectue alors une deuxième lecture du livre, puis il passe entre les mains des éditeurs. »

« C’est pas mal, mais plutôt pour Flammarion »

Dans son livre « Petits bonheurs de l’édition » (La Différence), l’auteur Bruno Migdal, lecteur-stagiaire à 42 ans, décrit le service des manuscrits des éditions Grasset. Il relate cet engouement lorsqu’il s’agit de défendre un livre qui a su attirer ses faveurs :
« Mon éditeur estime que c’est pas mal, franchement pas mal (je ne lui apprends donc rien) mais plutôt pour Flammarion ou Julliard ; il ira tout de même jusqu’à le proposer en comité de lecture, où il sera finalement boulé d’un revers de main. »
Catherine Argand n’a jamais véritablement apprécié les comités de lecture. Elle trouve en effet étrange de confier son choix de livre à une personne tierce : « Mon choix ne sera jamais celui d’un autre éditeur. » Tout est une question de goût.
Bien sûr, le point de vue du lecteur entre en compte. Catherine Argand sait qu’il existe une marge d’erreur possible sur ce qui peut être un bon ou un mauvais manuscrit. « C’est la même chose qu’un professeur qui va noter une copie de fac. »

2

Pour quelles raisons refuse-t-on un livre ?


Selon Catherine Argand, beaucoup d’auteurs se trompent de maison d’édition et confondent trop souvent l’écriture et l’expression :
« Parfois, c’est assez comique ce que l’on peut recevoir par La Poste. Le problème aujourd’hui est qu’il existe trop de gens qui écrivent plutôt qu’ils ne lisent. C’est l’effet Marguerite Duras. »
Pour Catherine Argand, il existe plusieurs raisons qui expliquent le refus d’un livre :
« On ne peut pas publier quelqu’un qui fait l’apologie du crime par exemple, ou qui utilise beaucoup de stéréotypes dans ses romans. Une fois, j’ai pu lire dans un livre : “Sa silhouette de déesse profilait le long du soleil couchant...”
Il existe également beaucoup trop de pensées uniques, type : les riches sont méchants et les pauvres sont gentils. Parfois, les livres manquent tout simplement de singularité, d’originalité ou le vocabulaire utilisé est très pauvre. »

« On ne publie que dix livres, le vôtre est le onzième »

Voici différentes raisons avancées par plusieurs maisons d’édition pour justifier le rejet d’un manuscrit :
  • le roman « ne correspond pas à la ligne éditoriale de la maison d’édition » ;
  • il ne correspond pas aux « critères de qualité requis pour la publication d’un livre : on y note alors l’insuffisante maîtrise d’une écriture, sa banalité, son absence de rythme, de singularité. De trop lourdes maladresses » ;
  • il faut qu’il y ait « un consensus autour du livre lu : il faut que quelque chose dans l’histoire du livre accroche les différents membres du comité de lecture » ;
  • « certaines maisons d’édition ne publient que dix livres par an », le vôtre était le onzième ;
  • l’histoire que vous racontez est passée de mode : certains auteurs pensent que s’ils écrivent un livre avec le même scénario que le best-seller précédent, il sera publié ; c’est faux.
Un éditeur me raconte « qu’après le succès des “Bienveillantes” de Jonathan Littell, on a reçu plein de livres qui avaient le même sujet. Or, ce type de synopsis avait déjà été publié, donc on a décidé de passer à autre chose ». Inutile de copier les confrères donc.
Pour avoir une chance d’être publié, « un écrivain doit avoir une voix. Un romancier, c’est quelqu’un qui aura un autre regard que le vôtre et saura vous surprendre. Il faut une atmosphère dans le roman, une singularité », rappelle Catherine Argand.

3

Comité de lecture : les copains d’abord


Pointés du doigt par les écrivains qui ne parviennent pas à se faire publier, les membres des comités de lecture ont mauvaise réputation. On leur reproche leur manque de légitimité à lire un livre, on suppose également qu’ils ne lisent pas les livres qu’ils reçoivent. La constitution même de leur comité de lecture apparaît opaque.
Dans son « journal de stage », Bruno Migdal se moque avec gentillesse de ses collègues de travail, eux aussi lecteurs-stagiaires :
« Le premier est entré par l’entremise du fils d’un des éditeurs de la maison, la tante du second exerce chez Gallimard.
Il y a aussi les livres qui circulent sous le manteau pour qu’ils soient lus avec plus d’attention :
‘Un manuscrit recommandé par Edmonde Charles-Roux, avec un intimidant papier aux armes de l’Académie Goncourt. Le jeune protégé est un éminent spécialiste des relations bilatérales franco-afghanes : à aborder avec discernement, donc.’
Le recrutement des différents membres du comité de lecture a changé. Un éditeur d’une grande maison d’édition parisienne me confie qu’à une certaine époque, ‘ il y avait des journalistes, des écrivains, et d’autres personnes non médiatiques ’ qui pouvaient intégrer le fameux cercle fermé des comités de lecture, ‘juste parce qu’ils avaient un curriculum vitæ très prestigieux’.
Aujourd’hui, on ‘ s’est recentrés ’. Ainsi, pour recruter un membre d’un comité de lecture, on fonctionne désormais par cooptation. Un article de Lexpress.fr s’en était déjà fait l’écho :
‘ On fait plus attention aux connaissances que la personne peut avoir du monde de l’édition, donc on choisira plutôt d’anciens éditeurs, des critiques, et des auteurs qui ont déjà été publiés.’
___________________________________________________________________
Sarah Pinard | Rue89 


samedi 13 septembre 2014

Κάτι παραπάνω από ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

Τελικά ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό ευχαριστώ. Έγιναν συνήθεια οι στείρες φράσεις του τύπου merci bien, je vous en prie, c'est moi madame / monsieur, merci infiniment, au plaisir, μπλα μπλα μπλα. Μια ευγένεια που μένει χωρίς συναισθηματικό αντίκτυπο και ας είναι πάραυτα αυτοσκοπός.

Αυτό το ευχαριστώ εκείνη τη μέρα στη μέση του δρόμου είχε μέσα του κάτι μυστηριώδες όμορφο. Σαν να ειπώθηκε για να πλησιάσει τον Αλλον, για να συσχετιστεί με τον Άλλον, για να γνωρίσει τον Άλλον και ας μην μας το επέτρεπε ο χρόνος, η συνθήκη και πιθανά η μοίρα. 
Ένα ευχαριστώ που βρήκε από την πρώτη κιόλας συλλαβή το δρόμο, τον σκοπό και την χρησιμότητα του. Ένα ευχαριστώ που χωρίς να χρειαστεί να μεταφραστεί στην μητρική μου γλώσσα γέννησε μυριάδες εικόνες, προκάλεσε τοκετό αναμνήσεων και μια ζεστασιά, μητρική θα την έλεγα, εθνική, συλλογική και ασυνείδητη. 

Με ρώτησε κάτι. Ηλικιωμένος κύριος έψαχνε κάποια υπηρεσία. Δεν είχα απάντηση, ζήτησα συγνώμη για αυτό. 
Merci ma fille, μου απάντησε.

Δεν είναι οι λέξεις που ενώνουν αλλά η ψυχική τους ένταση στην έκφραση. 





Un café Grec en 8 étapes par Vincent Corlaix

Voici un petit tutoriel(1) pour vous permettre de réaliser chez vous tous seul un vrai café grec. Vi, vi !
Allez, on attaque…

Tout d’abord, il faut vous munir de quelques accessoires :
  • Une gazinière tout ce qu’il y a de plus commun
  • Une casserole à café (grecque ou turque)
  • Un paquet de café moulu très très fin (grec ou turque)
  • Du sucre
  • Une cuillère
  • Une très petite tasse, genre tasse à expresso
La casserole et le café peuvent être difficile à trouver selon où vous habitez. Mieux vaut chercher dans une épicerie orientale. A Aix par exemple on a trouvé le tout au Panier d’Orient.

Pour faire son café grec, une fois tout ceci réuni, voici comment procéder.

mettez dans la casserole une bonne cuillère à soupe rase mais bombée de café par tasse, inutile d’en mettre trop, sinon ça risque de ne pas être buvable.

ajoutez le sucre, dans la quantité désirée. Pour un café peu sucré (sketo), une cuillère à café rase suffit. Pour un café moyen (metrio), une cuillère à soupe, pour une attaque cardiaque (gliko) autant que vous voulez. Un grec non sucré est conseillé uniquement aux accrocs en phase finale.

ajoutez l’eau. Il suffit simplement de mettre une tasse d’eau par tasse à café à faire. Surtout ne mélangez pas la casserole. C’est en bouillant que le café se mélangera.

faites bouillir. Cette étape est à surveiller de près pour la simple raison que la quantité d’eau est généralement si petite que le temps d’ébullition est très court (à moins que vous ne vous lanciez dans un café pour 10). Petit secret de fabrication : lorsque le café commence à monter et se sauver, retirez la casserole du feu et attendez qu’il retombe. Une fois calmé, replacez la casserole au feu et attendez qu’il remonte. Lorsqu’il se sauve à nouveau, coupez le feu. Votre café est presque prêt !

Voilà, il ne reste plus qu’à verser tant que c’est chaud. Versez sans ménagement et assez rapidement.

Maintenant c’est l’étape grecque à proprement parler. Il faut attendre.

Hé oui, vous avez du vous rendre compte que le café grec n’est pas filtré. I faut donc attendre que le marc retombe au fond de la tasse avant de …

déguster le café. Vous pouvez tremper les lèvres de temps en temps pour savoir s’il est assez reposé, vous sentirez tout de suite s’il est bon ou pas. En moyenne on dira une à deux minutes avant de se régaler. L’autre difficulté consiste à le boire doucement et en tâchant de remuer la tasse le moins possible. En général pour ce café la règle de politesse consistant à ce que ce soit l’aliment qui vienne à la bouche et non l’inverse n’est pas très vrai. En effet c’est plus sûr et pratique dans ce cas de se courber pieusement sur la tasse pour ne pas la remuer. Et puis finalement…

savoir s’arrêter. Le café n’étant pas filtré (oui je me répète) le marc est donc au fond de la tasse. Le but du jeu est de savoir quand on a terminé de boire le café avant d’attaquer la couche sédimentaire peu agréable. C’est tout un art et ça… seule l’expérience fera la différence ;)

Voilà. C’est pas sorcier le café grec. Et pis c’est bon. Et comme ça se boit lentement, ça devient une vrai pause où on ne fait rien d’autre que goûter l’amertume sucrée du breuvage au rythme d’une vie toute méditerranéenne. Un truc qui nous manque, ici…
  1. compatible mac/pc, Internet Explorer et la plupart des gazinières actuelles []

samedi 9 août 2014

Extrait du livre de Y. Kiourtsakis



... "Mais les arbres, qui restent enracinés dans la même terre aussi longtemps qu'ils vivent, ne nous enseignent-ils pas une autre façon de vivre - eux qui savent découvrir que la vie est sur place, dans leurs racines, dans ce voyage immobile où le début et la fin, le neuf et e vieux, s'unissent à tout moment un lieu unique? Les vastes horizons ne sont-ils pas d'abord dans ces jardins clos, où les arbres font des fleurs et des fruits sans cesser de contempler la mer? Vraiment, seuls les arbres peuvent apprendre aux hommes ce qu'est la patrie!" 

Double exil. Verdier. 
Roman traduit du grec par René Bouchet.