mercredi 28 septembre 2011

Ο γίγαντας και η πανοπλία του

"Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, ζούσε ένας γίγαντας που όταν ήταν ακόμη μικρός τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο κάτι καμπούρηδες νάνοι και τον είχαν κάνει σκλάβο τους.

Αυτός καλλιεργούσε τα χωράφια τους, αυτός ύφαινε τα ρούχα τους, αυτός άλεθε το αλεύρι τους και έψηνε το ψωμί τους, αυτός έσφαζε και μαγείρευε. Έχτιζε για τους νάνους σπίτια και γι' αυτό το λόγο έκοβε δέντρα από το δάσος και έσπαζε πέτρες στα λατομεία. Έβγαζε από τη γη το κάρβουνο και το σίδερο και το χρυσάφι. Πρόσεχε τα παιδιά των νάνων, τα κουβαλούσε στα χέρια του, έπλενε τις βρόμικες πάνες τους και τους έκανε όλα τα χατίρια. Ήταν ένα πολύ εργατικός και καλοσυνάτος γίγαντας.

Οι αφέντες του, όμως, αντί να του είναι ευγνώμονες που ήταν τόσο καλός κι εργατικός, τον είχαν πάντοτε δεμένο με βαριές αλυσίδες σε χέρια και πόδια, τον χτυπούσαν, τον χαστούκιζαν και τον χλεύαζαν. Είναι πράγματι σκληρό να είσαι σκλάβος.

Όταν, που λέτε, εκείνοι έτρωγαν τα ωραία φαγητά κι έπιναν τα πανάκριβα κρασιά που εκείνος τους είχε σερβίρει στο τραπέζι, αυτός έπρεπε να κάθεται και να τους υπηρετεί και μετά, για να χορτάσει την πείνα του, τον άφηναν να φάει ό,τι έπεφτε από το τραπέζι. Οι νάνοι ντυνόντουσαν στα βελούδα και τα μεταξωτά, αλλά στον γίγαντα, που τους είχε υφάνει και ράψει όλα αυτά τα ωραία ρούχα, του έδιναν τα αποφόρια τους κι ό,τι κουρέλια είχαν για να φορέσει. Ενώ οι νάνοι έμεναν στα άνετα κρεβάτια που τους είχε φτιάξει ο γίγαντας, εκείνος ζούσε σε τρισάθλιες σπηλιές, παραδομένος στην κάψα του καλοκαιριού και στην παγωνιά του χειμώνα. Ήταν λοιπόν κακοί, σκληροί αφέντες, οι καμπούρηδες νάνοι.

Κάποια φορά, στα νιάτα του, ο γίγαντας είχε κάνει μια προσπάθεια να σπάσει τις αλυσίδες του. Τότε οι νάνοι τον είχαν κυνηγήσει και πληγώσει με τα όπλα τους και μετά τον είχαν αφήσει να πεθάνει σχεδόν από την πείνα. Τότε εκείνος είχε ξεσηκωθεί και πάλι ουρλιάζοντας, είχε σπάσει τα δεσμά του και είχε κατατρομάξει τους νάνους. Εκείνοι όμως τον χτύπησαν από μακριά με βέλη και με ακόντια τόσο πολύ, που εκείνος λιποθύμησε και ξαπλώθηκε αιμόφυρτος στη γη. Όταν συνήλθε ήταν ακόμη πιο βαριά δεμένος από πριν και σαν δαρμένο σκυλί ξαναγύρισε στη σπηλιά του.

Με τα χρόνια ο γίγαντας μεγάλυσε κι άρχισε να σκέφτεται. Κι όλο και περισσότερο αγανακτούσε με την αθλιότητά του. Την ώρα που δούλευε, άρχισε να αναλογίζεται, γιατί άραγε να είναι έτσι τα πράγματα. Οι νάνοι, βέβαια, του έλεγαν πως έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα και πως πάντα έτσι ήταν και μάλιστα αυτό ήταν και θέλημα θεού, να είναι δηλαδή αυτοί οι αφέντες κι εκείνος ο σκλάβος. Ο γίγαντας όμως είχε πάψει πια να τα πιστεύει αυτά, γιατί καθόλου, μα καθόλου δεν του άρεσαν.

Κάποτε, εκεί που δούλευε μόνος του στους αγρούς, πέρασε κάποιος ξένος που του αφηγήθηκε ότι από την άλλη μεριά των βουνών έμεναν κάποιοι άλλοι γίγαντες. Αυτοί ήταν δυο φορές πιο δυνατοί από εκείνον, δεν είχαν κανέναν αφέντη να τους τυραννά, κρατούσαν το κεφάλι τους ψηλά και χαίρονταν οι ίδιοι τους καρπούς της δουλειάς τους.

Από εκείνη την ημέρα, η καρδιά του γίγαντα γέμισε ελπίδα και προσδοκία. Μέρα και νύχτα σκεφτόταν, πώς θα κατάφερνε να περάσει τα βουνά και να ξεφύγει.

Σύντομα οι νάνοι αντιλήφθηκαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον σκλάβο τους. Συχνά, την ώρα που δούλευε, μιλούσε μόνος του. Τα βράδια έκανε μεγάλες συζητήσεις με τον εαυτό του και μάλιστα κάποια μέρα έδωσε σε κάποιον αφέντη που τον τυραννούσε ιδιαίτερα, μια εντελώς αυθάδικη απάντηση.
"Πρέπει να τον παρακολουθήσουμε", είπαν οι νάνοι. Διπλασίασαν λοιπόν τις αλυσίδες του και έβαλαν παντού οπλισμένους φρουρούς να τον προσέχουν.
"Πώς θα περάσω μέσα από τον κλοιό των φρουρών;" σκεφτόταν ο γίγαντας. "Θα πρέπει να φτιάξω έναν ανθεκτικό θώρακα, για να μη με αγγίζουν τα βέλη και τα ακόντιά τους".

Ένα βράδυ, λοιπόν, πήγε στη σπηλιά του κι άρχισε να φτιάχνει την πανοπλία του. Ήταν πολύ σκληρή δουλειά. Πολλά βράδια και νύχτες καθόταν σκυμμένος και ιδρωμένος πάνω από το αμόνι. Σαν πήγαινε να τον πάρει ο ύπνος, χτυπούσε με τη γροθιά του το αμόνι και φώναζε: "Θέλω να είμαι ελεύθερος". Αυτό του έδινε πάλι δύναμη και χαρά.

Σύντομα οι νάνοι ανακάλυψαν τι έφτιαχνε ο γίγαντας κι ήρθαν στη σπηλιά του την ώρα που κοιμόταν και κατέστρεψαν την πανοπλία του. Ο γίγαντας στενοχωρήθηκε, αλλά δεν έχασε το κουράγιο του. Κατασκεύασε μία νέα πανοπλία, δύο φορές πιο γερή και καλή απ' ό,τι η παλιά. Τώρα πια οι νάνοι δεν μπορούσαν να την καταστρέψουν.

Κάθε σκέψη και κάθε έννοια του γίγαντα από'δω κι εμπρός αφορούσε στην πανοπλία του. Έφτιαξε κράνος και θώρακα, κάλυψη για την πλάτη και τα πόδια. Έφτιαξε, επίσης, κι ένα κοφτερό σπαθί. Μερικές φορές μια φωνή μέσα του, του έλεγε: "Τώρα είναι η ώρα. Ξεσηκώσου. Σπάσε τις αλυσίδες σου. Φόρεσε την πανοπλία σου, πάρε το σπαθί, πέρνα από τον κλοιό των φρουρών και πέρνα τα βουνά!"

Κάθε φορά, όμως, ο γίγαντας σκεφτόταν πως δεν είχαν ακόμη ωριμάσει τα πράγματα. Κάτι έπρεπε ακόμη να φτιάξει στην πανοπλία, το σπαθί μια ήταν ελαφρύ, μια ήταν βαρύ. Έτσι, ο χρόνος περνούσε κι ο γίγαντας δούλευε το ίδιο σκληρά.

Οι νάνοι από τη μεριά τους, φέρθηκαν πιο έξυπνα. Έσκαψαν γύρω απ' όλη τη χώρα ένα μεγάλο χαντάκι και μετά έσκαψαν και λάκκους κι έφραξαν το δρόμο προς τα βουνά με κορμούς δέντρων και κρυμμένες παγίδες. Έβαλαν επίσης στα βέλη τους δηλητήριο, ώστε ένα και μόνο χτύπημα θα αρκούσε για να παραλύσει τον γίγαντα. Τον ήθελαν, βλέπετε, και ζωντανό για να τους δουλεύει. Κι όταν ήταν έτοιμα όλα, άρχισαν και πάλι να τον χλευάζουν και να τον χτυπούν και να τον βάζουν να δουλεύει πιο πολύ απ' ό,τι παλιότερα. Ο γίγαντας έσκυβε το κεφάλι, αλλά μέσα του σκεφτόταν:
"Στην ανάγκη, έχω την πανοπλία μου και το σπαθί μου". Κι όλο και δούλευε τις νύχτες για να την κάνει ακόμη πιο τέλεια.

Έτσι περνούσαν οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια. ΄Οταν οι νάνοι του φερόντουσαν άσχημα, εκείνος τους απειλούσε με την πανοπλία του και με το σπαθί του. Η πανοπλία ήταν βέβαια από καιρό έτοιμη, του φαινόταν όμως πια τόσο πολύτιμη, ώστε δεν τολμούσε να την εκθέσει στα χτυπήματα των νάνων. "Πρέπει να διατηρήσω την πανοπλία μου", σκεφτόταν συνεχώς ο γίγαντας και την φύλαγε σαν τα μάτια του.

Με τον καιρό, όμως, ξέχασε γιατί είχε φτιάξει την πανοπλία. Ξέχασε επίσης και τα βουνά και τη χώρα από την άλλη μεριά. Θεωρούσε τον εαυτό του ελεύθερο, επειδή είχε την πανοπλία του.

Οι έξυπνοι νάνοι τον άφηναν να το πιστεύει και κρυφογελούσαν όταν τους απειλούσε. Ήξεραν πως η πανοπλία ήταν από καιρό μεγάλη και βαριά, και μ'αυτήν ο γίγαντας ποτέ δεν θα μπορούσε να περάσει τα βουνά.

Ακόμη και το σπαθί είχε πια σκουριάσει.

"Είσαι ένας δυνατός γίγαντας", έλεγαν οι νάνοι στον σκλάβο τους και ο γίγαντας δεν καταλάβαινε ότι τον κορόιδευαν."
                                                                                                           

                                                                                                                                                                         Έρβιν Χέρνλε (1883-1952)
    (ένα από τα "Πολύτιμα παραμύθια", εκδ. Άγκυρα)

mardi 27 septembre 2011

Και αν με φάει ο δράκος;

Ωδή στην παθητικότητα μιας ακινητοποιημένης άρνησης

Θα μπορούσα να είμαι αιχμάλωτη θρησκευτικών καθεστώτων, πολεμικών συρράξεων, πείνας και λιμού, φυσικών, πυρηνικών καταστροφών και άλλων πολλών συμβάντων επί γης. Η μοίρα μου όμως έλαχε να είμαι "θύμα" μιας οικονομικής παγκόσμιας σεισμικής δόνησης με τον κύριο σεισμό ακόμα σε αναμονή και μιας θεότρελης ιστορικής και κοινωνικής συγκυρίας άξιας περιγραφής, κριτικής και αναγκαστικής συμμετοχής.
 Δεν ήμουν έτοιμη για αυτόν το μαζικό συναγερμό. Πληρώστε γιατί θα μας πέσει ο ουρανός σφοντύλι. Δεν ήμουν έτοιμη για αυτήν την καθολική κατήφεια. Δεν βγαίνω γιατί Παρασκευή πληρώνω έκτακτη εισφορά. Δεν ήμουν έτοιμη για αγανάκτηση, θυμώνω και με την μύγα που πετάει γιατί και αυτή στην κοινωνία που ζω ανήκει αλλά η πουτάνα πετά ακόμα ελεύθερη και έχει διαφύγει φορολογικής συμπερίληψης. Δεν ήμουν έτοιμη να με τρομοκρατούν με τα ποσοστά ανεργίας των νέων και να μου ποστάρουν ότι η Αυστραλία είναι ο επίγειος παράδεισος εργασίας και άνετης ζωής (2 μέρες ταξίδι μακριά).

Δεν –ξε- Δεν που θα ‘λεγε και η γιαγιά μου, οφείλω να βρω τα όπλα μου, τα εργαλεία μου και την αυθεντικότητα της ατομικής μου ευθύνης, να ανταλλάξω τα «ΔΕΝ» μου με τα «ΝΑ» και να βρω συμμάχους στην επι-βίωση μιας προσωπικής αξιοπρέπειας και μιας κοινωνικής ανάπτυξης. Στο «ΝΑ» το καλό είναι, ότι και αν ακόμα αποτύχεις, θα  βρίσκονται πάντα κρυμμένες δράσεις και εμπειρίες άκρως ουσιώδεις για την ανάδυση σου από τη μοιρολατρία μιας ακινητοποιημένης καταραμένης και άκρως συμβατικής κρίσης ενός «ΔΕΝ».

ΔΕΝ ξέρω, τι λές;

mercredi 18 mai 2011

18 -

πλάνΗ ήταν σύνελθΕ, είπε, δεν πιστεύω να θεώρησες ότι ο κόσμος άλλαξΕ;

samedi 26 mars 2011

στοιχείΑ ... αφήγησΗς μιας βόλτΑς


Φύλο: Γυναίκα
Χρόνια: Αδήλωτα
Σπουδές: Ανωτάτης
Εργασία: Ημιαπασχόληση με τον μισθό να γραπώνει ο νταβατζής του συνταξιοδοτικού ονείρου.

   
   Και αντί να κάτσω στο σπίτι προτίμησα να βάλω το πιο άνετο παντελόνι μου και την πιο σικάτη μπλούζα μου, να χώσω στο αθλητικό μου σακίδιο το φορητό και να καταφύγω στην όμορφη και γοητευτική αγκαλιά της πόλης μου. Μόνη. Λατρεύω να βολτάρω στους δρόμους και στα στενά της. Η μοναξιά σε κάνει να νιώθεις τη πόλη παρέα σου και τις στιγμές της δικές σου. Οικεία πια διαδρομή, πάντα ίδια αφετηρία και ίδιος τερματισμός. Ξεκινώ από την Πειραιώς της Κουμουνδούρου – και ανεβαίνω Ψυρρή  μέχρι να βγω Πανεπιστημίου και Εξάρχεια. Στην πίεση της μέρας νιώθω ελεύθερη εκεί. Όλοι χωρούν και όλοι αναπνέουν εικάζω από «προσωπική χρήση» της πόλης. Φυσικά όπως οι περισσότεροι θα έχουν προλογίσει, αντιλαμβάνεσαι άμεσα τα σύνορα των Εξαρχείων. Ματ και περίπολοι σου δίνουν την αίσθηση μιας πόλης σε αναμονή γεγονότων. Άσε που τόσο μικροσκοπική δίπλα τους η παρουσία μου φοβάμαι ακόμα και το πέρασμα του βλέμματος μου στις υπέρ φορτωμένες στολές τους.  Την λατρεύω την περιοχή των Εξαρχείων. Κάπου εκεί στο τέλος της διαδρομής ψάχνω να βρω ένα ήσυχο μέρος για να επεξεργαστώ τις νέες και οικείες εικόνες ευθυγραμμίζοντας τες λεκτικά στις ψηφιακές γραμμές του φορητού μου. Και να σκεφτώ επίσης, αν άξιζε που η μανία του δρόμου με συνεπήρε για ακόμα μια φορά μάχοντας τον fake ηλεκτρονικό οργασμό σελίδων κοινωνικής διαδικτύωσης στα πούπουλα ενός ανέραστΟυ καναπέ.