jeudi 25 décembre 2014

Η σημασία του “παίζω” στην παιδική ηλικία - ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

Ξέρετε τους κανόνες του κρυφτό; Παίξατε κρυφτό όταν ήσασταν μικροί; Θυμάστε τα συναισθήματα όταν κάποιος σας έβρισκε, σας έψαχνε ή εν τέλει καταφέρνατε να πείτε φτου ξελευθερία; 
 
Ήδη από την ηλικία των 3 ετών το παιδί μπορεί να αρχίσει να κατανοεί το παιχνίδι του κρυφτό. Είναι καθαρά ένα συμβολικό παιχνίδι με αναμφισβήτητη θετική συμβολή στη ψυχική ανάπτυξη του παιδιού. 


 
Ένα παιχνίδι που συναντάμε παντού στο κόσμο. Στα παιδιά αρέσει να κρύβονται. Σκοπός είναι να τους ψάξει κάποιος και εν τέλει να τους βρει. Οι ψυχολογικές προεκτάσεις του παιχνιδιού δεν είναι δα και τόσο εμφανείς, άμεσα και με την πρώτη δοκιμή του 'τα φυλάω'. Η ικανότητα μας να δημιουργούμε την 'αναπαράσταση του απόντα' και να 'ανεχόμαστε τον αποχωρισμό' αποτελεί τη βάση για να παίξουμε κρυφτό. Στo στάδιο αυτό έχουμε ορίσει το εγώ μας, το έχουμε ξεχωρίσει από το εγώ του άλλου (κυρίως της μητέρας) και κατευθυνόμαστε προς την αναζήτηση του άλλου. 
 
Στο κρύβομαι υπάρχει η κρυφή ελπίδα του να με βρει κάποιος. Στο κρυφτό η αξία δεν δίνεται στην απώλεια του άλλου αλλά στο πόσους θα καταφέρω να βρω. Εξαφανίζομαι για να βρεθώ, κρύβομαι για να με βρεις.

Είναι αλήθεια ότι τα παιδιά προτιμούν να κρύβονται από το να τα 'φυλάνε'. Οι κανόνες του παιχνιδιού οφείλουν να είναι σεβαστοί από όλους, καθώς για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου αστείο να κρυφτεί κάποιος τόσο καλά ή για τόση πολλή ώρα ώστε να μην μπορεί να βρεθεί. Η χαρά του παιχνιδιού είναι συνδεδεμένη με την εύρεση, με τη φράση 'σε βρήκα'!

Παίζοντας κρυφτό λοιπόν μάθαμε να κρατάμε στο μυαλό μας τους απόντες μέχρι τη στιγμή που θα τους ξαναβρούμε. 
 
Όταν κάποιος δεν είναι στο οπτικό μας πεδίο, μάθαμε να κατασκευάζουμε μια εικόνα στο πίσω μέρος του μυαλού μας, εκ της πεποιθήσεως ότι συνεχίζει να υπάρχει και χωρίς να τον βλέπουμε.
 
Μάθαμε να διαχειριζόμαστε την μοναξιά αλλά και την ησυχία μέχρι τον εντοπισμό του πρώτου ήχου που θα μας οδηγήσει πιο κοντά στον Άλλο. 



Άννα Αναγνωστοπούλου
Ψυχολόγος 

 


"Ο Άνθρωπος με τα όμορφα μάτια"

όταν ήμασταν παιδιά
υπήρχε ένα περίεργο σπίτι
όλα τα στόρια ήτανε
πάντοτε
κατεβασμένα
και ποτέ δεν ακούγαμε φωνές
εκεί μέσα
και η αυλή ήτανε γεμάτη
μπαμπού
και μας άρεσε να παίζουμε
στα μπαμπού
κάναμε
τον Ταρζάν
(παρόλο που δεν υπήρχε
Τζέιν).
και υπήρχε μια
γούρνα με ψάρια
μια μεγάλη γούρνα
γεμάτη απ” τα
πιο παχιά χρυσόψαρα
που έχετε δει ποτέ
και ήτανε
ήμερα.
ερχόντουσαν στην
επιφάνεια του νερού
και παίρναν κομμάτια
ψωμιού
απ” τα χέρια μας.
Οι γονείς μας μάς είχαν
πει:
«ποτέ μην πάτε κοντά σ” αυτό το
σπίτι.»
έτσι, φυσικά,
πήγαμε.
αναρωτιόμασταν αν
έμενε κανείς εκεί.
οι εβδομάδες περνούσαν και
ποτέ δεν είδαμε
κανέναν.
τότε μια μέρα
ακούσαμε
μια φωνή
απ” το σπίτι
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ
ΠΟΥΤΑΝΑ!»
ήταν μια αντρική
φωνή.
τότε η
πόρτα
του σπιτιού
άνοιξε με δύναμη
  και ο άντρας
βγήκε
έξω.
κρατούσε ένα
πέμπτο του ουίσκι
στο δεξί του
χέρι.
ήταν περίπου
30.
είχε ένα πούρο
στο
στόμα του,
χρειαζόταν ξύρισμα.
τα μαλλιά του ήταν
άγρια ​​και
αχτένιστα
κι ήταν
ξυπόλυτος
με τα εσώρουχα
αλλά τα μάτια του
ήταν
φωτεινά.
φλέγονταν
από
λάμψη
και είπε,
«Έι, μικροί
κύριοι,
περνάτε καλά,
ελπίζω;»
ύστερα έβγαλε ένα
μικρό γέλιο
και πήγε
πίσω στο
σπίτι.
φύγαμε,
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και το σκεφτήκαμε.
οι γονείς μας,
αποφασίσαμε,
μάς ήθελαν
να μείνουμε μακριά
από εκεί
επειδή
ποτέ δεν μας ήθελαν
να δούμε έναν άνθρωπο
έτσι,
ένα δυνατό γνήσιο
άνθρωπο
με
όμορφα
μάτια.
οι γονείς μας
ντρέπονταν
που δεν ήτανε
σαν κι αυτόν
τον άνθρωπο,
γι” αυτό μας
ήθελαν να
μείνουμε
μακριά.
αλλά
πήγαμε πίσω
σ” αυτό το σπίτι
και τα μπαμπού
και τα ήμερα
χρυσόψαρα.
πήγαμε πίσω
πολλές φορές
για πολλές εβδομάδες
αλλά ποτέ
δεν είδαμε
ή ακούσαμε
ξανά
τον άντρα.

τα στόρια ήτανε
κατεβασμένα
όπως πάντα
και ήτανε
ήσυχα.
τότε μια μέρα
καθώς γυρίζαμε απ” το
σχολείο
είδαμε το
σπίτι.
ήτανε καμένο
ολοσχερώς,
δεν είχε μείνει
τίποτε,
μόνο ένα σιγοκαίων
σπειροειδές μαύρο
θεμέλιο
και πήγαμε
στη γούρνα με τα ψάρια
και δεν υπήρχε
νερό
μέσα
και τα παχιά
πορτοκαλιά χρυσόψαρα
ήτανε νεκρά
εκεί,
να στεγνώνουν.
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και μιλήσαμε
γι” αυτό
και αποφασίσαμε πως
οι γονείς μας είχανε
κάψει το
σπίτι τους ολοσχερώς,
τους είχαν σκοτώσει
είχαν σκοτώσει τα
χρυσόψαρα
επειδή ήταν
όλα πάρα πολύ
όμορφα,
ακόμη και το δάσος με τα μπαμπού
είχε καεί.
είχαν
φοβηθεί
τον άνθρωπο με τα
όμορφα
μάτια.
και
φοβόμασταν
έκτοτε
πως
σ” όλη τη ζωή μας
πράγματα όπως αυτό
θα
συνέβαιναν,
πως κανείς
δεν ήθελε
τον οποιονδήποτε
να είναι
δυνατός και
όμορφος
όπως αυτό,
πως
άλλοι ποτέ δεν θα
το επέτρεπαν,
και πως
πολλοί άνθρωποι
θα “πρεπε να
πεθάνουν.
- See more at: http://left.gr/news/mpoykofski-ena-ekpliktiko-animation-gia-poiima-o-anthropos-me-ta-omorfa-matia#sthash.8T4qhaOf.dpuf
https://www.youtube.com/watch?v=JW12Ealvj0s
the man with the beautiful eyes - charles bukowski






when we were kids
there was a strange house
all the shades were
always
drawn
and we never heard voices
in there
and the yard was full of
bamboo
and we liked to play in
the bamboo
pretend we were
Tarzan
(although there was no
Jane).
and there was a
fish pond
a large one
full of the
fattest goldfish
you ever saw
and they were
tame.
they came to the
surface of the water
and took pieces of
bread
from our hands.
Our parents had
told us:
“never go near that
house.”
so, of course,
we went.
we wondered if anybody
liveed there.
weeks went by and we
never saw
anybody.
then one day
we heard
a voice
from the house
“YOU GOD DAMNED
WHORE!”
it was a man’s
voice.
then the screen
door
of the house was
flung open
and the man
walked
out.
he was holding a
fifth of whiskey
in his right
hand.
he was about
30.
he had a cigar
in his
mouth,
needed a shave.
his hair was
wild and
and uncombed
and he was
barefoot
in undershirt
and pants.
but his eyes
were
bright.
they blazed
with
brightness
and he said,
“hey, little
gentlemen,
having a good
time, I
hope?”
then he gave a
little laugh
and walked
back into the
house.
we left,
went back to my
parents’ yard
and thought
about it.
our parents,
we decided,
had wanted us
to stay away
from there
because they
never wanted us
to see a man
like
that,
a strong natural
man
with
beautiful
eyes.
our parents
were ashamed
that they were
not
like that
man,
that’s why they
wanted us
to stay
away.
but
we went back
to that house
and the bamboo
and the tame
goldfish.
we went back
many times
for many weeks
but we never
saw
or heard
the man
again.
the shades were
down
as always
and it was
quiet.
then one day
as we came back from
school
we saw the
house.
it had burned
down,
there was nothing
left,
just a smouldering
twisted black
foundation
and we went to
the fish pond
and there was
no water
in it
and the fat
orange goldfish
were dead
there,
drying out.
we went back to
my parents’ yard
and talked about
it
and decided that
our parents had
burned their
house down,
had killed
them
had killed the
goldfish
because it was
all too
beautiful,
even the bamboo
forest had
burned.
they had been
afraid of
the man with the
beautiful
eyes.
and
we were afraid
then
that
all throughout our lives
things like that
would
happen,
that nobody
wanted
anybody
to be
strong and
beautiful
like that,
that
others would never
allow it,
and that
many people
would have to
die.
όταν ήμασταν παιδιά
υπήρχε ένα περίεργο σπίτι
όλα τα στόρια ήτανε
πάντοτε
κατεβασμένα
και ποτέ δεν ακούγαμε φωνές
εκεί μέσα
και η αυλή ήτανε γεμάτη
μπαμπού
και μας άρεσε να παίζουμε
στα μπαμπού
κάναμε
τον Ταρζάν
(παρόλο που δεν υπήρχε
Τζέιν).
και υπήρχε μια
γούρνα με ψάρια
μια μεγάλη γούρνα
γεμάτη απ” τα
πιο παχιά χρυσόψαρα
που έχετε δει ποτέ
και ήτανε
ήμερα.
ερχόντουσαν στην
επιφάνεια του νερού
και παίρναν κομμάτια
ψωμιού
απ” τα χέρια μας.
Οι γονείς μας μάς είχαν
πει:
«ποτέ μην πάτε κοντά σ” αυτό το
σπίτι.»
έτσι, φυσικά,
πήγαμε.
αναρωτιόμασταν αν
έμενε κανείς εκεί.
οι εβδομάδες περνούσαν και
ποτέ δεν είδαμε
κανέναν.
τότε μια μέρα
ακούσαμε
μια φωνή
απ” το σπίτι
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ
ΠΟΥΤΑΝΑ!»
ήταν μια αντρική
φωνή.
τότε η
πόρτα
του σπιτιού
άνοιξε με δύναμη
  και ο άντρας
βγήκε
έξω.
κρατούσε ένα
πέμπτο του ουίσκι
στο δεξί του
χέρι.
ήταν περίπου
30.
είχε ένα πούρο
στο
στόμα του,
χρειαζόταν ξύρισμα.
τα μαλλιά του ήταν
άγρια ​​και
αχτένιστα
κι ήταν
ξυπόλυτος
με τα εσώρουχα
αλλά τα μάτια του
ήταν
φωτεινά.
φλέγονταν
από
λάμψη
και είπε,
«Έι, μικροί
κύριοι,
περνάτε καλά,
ελπίζω;»
ύστερα έβγαλε ένα
μικρό γέλιο
και πήγε
πίσω στο
σπίτι.
φύγαμε,
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και το σκεφτήκαμε.
οι γονείς μας,
αποφασίσαμε,
μάς ήθελαν
να μείνουμε μακριά
από εκεί
επειδή
ποτέ δεν μας ήθελαν
να δούμε έναν άνθρωπο
έτσι,
ένα δυνατό γνήσιο
άνθρωπο
με
όμορφα
μάτια.
οι γονείς μας
ντρέπονταν
που δεν ήτανε
σαν κι αυτόν
τον άνθρωπο,
γι” αυτό μας
ήθελαν να
μείνουμε
μακριά.
αλλά
πήγαμε πίσω
σ” αυτό το σπίτι
και τα μπαμπού
και τα ήμερα
χρυσόψαρα.
πήγαμε πίσω
πολλές φορές
για πολλές εβδομάδες
αλλά ποτέ
δεν είδαμε
ή ακούσαμε
ξανά
τον άντρα.

τα στόρια ήτανε
κατεβασμένα
όπως πάντα
και ήτανε
ήσυχα.
τότε μια μέρα
καθώς γυρίζαμε απ” το
σχολείο
είδαμε το
σπίτι.
ήτανε καμένο
ολοσχερώς,
δεν είχε μείνει
τίποτε,
μόνο ένα σιγοκαίων
σπειροειδές μαύρο
θεμέλιο
και πήγαμε
στη γούρνα με τα ψάρια
και δεν υπήρχε
νερό
μέσα
και τα παχιά
πορτοκαλιά χρυσόψαρα
ήτανε νεκρά
εκεί,
να στεγνώνουν.
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και μιλήσαμε
γι” αυτό
και αποφασίσαμε πως
οι γονείς μας είχανε
κάψει το
σπίτι τους ολοσχερώς,
τους είχαν σκοτώσει
είχαν σκοτώσει τα
χρυσόψαρα
επειδή ήταν
όλα πάρα πολύ
όμορφα,
ακόμη και το δάσος με τα μπαμπού
είχε καεί.
είχαν
φοβηθεί
τον άνθρωπο με τα
όμορφα
μάτια.
και
φοβόμασταν
έκτοτε
πως
σ” όλη τη ζωή μας
πράγματα όπως αυτό
θα
συνέβαιναν,
πως κανείς
δεν ήθελε
τον οποιονδήποτε
να είναι
δυνατός και
όμορφος
όπως αυτό,
πως
άλλοι ποτέ δεν θα
το επέτρεπαν,
και πως
πολλοί άνθρωποι
θα “πρεπε να
πεθάνουν.
- See more at: http://left.gr/news/mpoykofski-ena-ekpliktiko-animation-gia-poiima-o-anthropos-me-ta-omorfa-matia#sthash.8T4qhaOf.dpuf
όταν ήμασταν παιδιά
υπήρχε ένα περίεργο σπίτι
όλα τα στόρια ήτανε
πάντοτε
κατεβασμένα
και ποτέ δεν ακούγαμε φωνές
εκεί μέσα
και η αυλή ήτανε γεμάτη
μπαμπού
και μας άρεσε να παίζουμε
στα μπαμπού
κάναμε
τον Ταρζάν
(παρόλο που δεν υπήρχε
Τζέιν).
και υπήρχε μια
γούρνα με ψάρια
μια μεγάλη γούρνα
γεμάτη απ” τα
πιο παχιά χρυσόψαρα
που έχετε δει ποτέ
και ήτανε
ήμερα.
ερχόντουσαν στην
επιφάνεια του νερού
και παίρναν κομμάτια
ψωμιού
απ” τα χέρια μας.
Οι γονείς μας μάς είχαν
πει:
«ποτέ μην πάτε κοντά σ” αυτό το
σπίτι.»
έτσι, φυσικά,
πήγαμε.
αναρωτιόμασταν αν
έμενε κανείς εκεί.
οι εβδομάδες περνούσαν και
ποτέ δεν είδαμε
κανέναν.
τότε μια μέρα
ακούσαμε
μια φωνή
απ” το σπίτι
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ
ΠΟΥΤΑΝΑ!»
ήταν μια αντρική
φωνή.
τότε η
πόρτα
του σπιτιού
άνοιξε με δύναμη
  και ο άντρας
βγήκε
έξω.
κρατούσε ένα
πέμπτο του ουίσκι
στο δεξί του
χέρι.
ήταν περίπου
30.
είχε ένα πούρο
στο
στόμα του,
χρειαζόταν ξύρισμα.
τα μαλλιά του ήταν
άγρια ​​και
αχτένιστα
κι ήταν
ξυπόλυτος
με τα εσώρουχα
αλλά τα μάτια του
ήταν
φωτεινά.
φλέγονταν
από
λάμψη
και είπε,
«Έι, μικροί
κύριοι,
περνάτε καλά,
ελπίζω;»
ύστερα έβγαλε ένα
μικρό γέλιο
και πήγε
πίσω στο
σπίτι.
φύγαμε,
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και το σκεφτήκαμε.
οι γονείς μας,
αποφασίσαμε,
μάς ήθελαν
να μείνουμε μακριά
από εκεί
επειδή
ποτέ δεν μας ήθελαν
να δούμε έναν άνθρωπο
έτσι,
ένα δυνατό γνήσιο
άνθρωπο
με
όμορφα
μάτια.
οι γονείς μας
ντρέπονταν
που δεν ήτανε
σαν κι αυτόν
τον άνθρωπο,
γι” αυτό μας
ήθελαν να
μείνουμε
μακριά.
αλλά
πήγαμε πίσω
σ” αυτό το σπίτι
και τα μπαμπού
και τα ήμερα
χρυσόψαρα.
πήγαμε πίσω
πολλές φορές
για πολλές εβδομάδες
αλλά ποτέ
δεν είδαμε
ή ακούσαμε
ξανά
τον άντρα.

τα στόρια ήτανε
κατεβασμένα
όπως πάντα
και ήτανε
ήσυχα.
τότε μια μέρα
καθώς γυρίζαμε απ” το
σχολείο
είδαμε το
σπίτι.
ήτανε καμένο
ολοσχερώς,
δεν είχε μείνει
τίποτε,
μόνο ένα σιγοκαίων
σπειροειδές μαύρο
θεμέλιο
και πήγαμε
στη γούρνα με τα ψάρια
και δεν υπήρχε
νερό
μέσα
και τα παχιά
πορτοκαλιά χρυσόψαρα
ήτανε νεκρά
εκεί,
να στεγνώνουν.
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και μιλήσαμε
γι” αυτό
και αποφασίσαμε πως
οι γονείς μας είχανε
κάψει το
σπίτι τους ολοσχερώς,
τους είχαν σκοτώσει
είχαν σκοτώσει τα
χρυσόψαρα
επειδή ήταν
όλα πάρα πολύ
όμορφα,
ακόμη και το δάσος με τα μπαμπού
είχε καεί.
είχαν
φοβηθεί
τον άνθρωπο με τα
όμορφα
μάτια.
και
φοβόμασταν
έκτοτε
πως
σ” όλη τη ζωή μας
πράγματα όπως αυτό
θα
συνέβαιναν,
πως κανείς
δεν ήθελε
τον οποιονδήποτε
να είναι
δυνατός και
όμορφος
όπως αυτό,
πως
άλλοι ποτέ δεν θα
το επέτρεπαν,
και πως
πολλοί άνθρωποι
θα “πρεπε να
πεθάνουν.
- See more at: http://left.gr/news/mpoykofski-ena-ekpliktiko-animation-gia-poiima-o-anthropos-me-ta-omorfa-matia#sthash.8T4qhaOf.dpuf
όταν ήμασταν παιδιά
υπήρχε ένα περίεργο σπίτι
όλα τα στόρια ήτανε
πάντοτε
κατεβασμένα
και ποτέ δεν ακούγαμε φωνές
εκεί μέσα
και η αυλή ήτανε γεμάτη
μπαμπού
και μας άρεσε να παίζουμε
στα μπαμπού
κάναμε
τον Ταρζάν
(παρόλο που δεν υπήρχε
Τζέιν).
και υπήρχε μια
γούρνα με ψάρια
μια μεγάλη γούρνα
γεμάτη απ” τα
πιο παχιά χρυσόψαρα
που έχετε δει ποτέ
και ήτανε
ήμερα.
ερχόντουσαν στην
επιφάνεια του νερού
και παίρναν κομμάτια
ψωμιού
απ” τα χέρια μας.
Οι γονείς μας μάς είχαν
πει:
«ποτέ μην πάτε κοντά σ” αυτό το
σπίτι.»
έτσι, φυσικά,
πήγαμε.
αναρωτιόμασταν αν
έμενε κανείς εκεί.
οι εβδομάδες περνούσαν και
ποτέ δεν είδαμε
κανέναν.
τότε μια μέρα
ακούσαμε
μια φωνή
απ” το σπίτι
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ
ΠΟΥΤΑΝΑ!»
ήταν μια αντρική
φωνή.
τότε η
πόρτα
του σπιτιού
άνοιξε με δύναμη
  και ο άντρας
βγήκε
έξω.
κρατούσε ένα
πέμπτο του ουίσκι
στο δεξί του
χέρι.
ήταν περίπου
30.
είχε ένα πούρο
στο
στόμα του,
χρειαζόταν ξύρισμα.
τα μαλλιά του ήταν
άγρια ​​και
αχτένιστα
κι ήταν
ξυπόλυτος
με τα εσώρουχα
αλλά τα μάτια του
ήταν
φωτεινά.
φλέγονταν
από
λάμψη
και είπε,
«Έι, μικροί
κύριοι,
περνάτε καλά,
ελπίζω;»
ύστερα έβγαλε ένα
μικρό γέλιο
και πήγε
πίσω στο
σπίτι.
φύγαμε,
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και το σκεφτήκαμε.
οι γονείς μας,
αποφασίσαμε,
μάς ήθελαν
να μείνουμε μακριά
από εκεί
επειδή
ποτέ δεν μας ήθελαν
να δούμε έναν άνθρωπο
έτσι,
ένα δυνατό γνήσιο
άνθρωπο
με
όμορφα
μάτια.
οι γονείς μας
ντρέπονταν
που δεν ήτανε
σαν κι αυτόν
τον άνθρωπο,
γι” αυτό μας
ήθελαν να
μείνουμε
μακριά.
αλλά
πήγαμε πίσω
σ” αυτό το σπίτι
και τα μπαμπού
και τα ήμερα
χρυσόψαρα.
πήγαμε πίσω
πολλές φορές
για πολλές εβδομάδες
αλλά ποτέ
δεν είδαμε
ή ακούσαμε
ξανά
τον άντρα.

τα στόρια ήτανε
κατεβασμένα
όπως πάντα
και ήτανε
ήσυχα.
τότε μια μέρα
καθώς γυρίζαμε απ” το
σχολείο
είδαμε το
σπίτι.
ήτανε καμένο
ολοσχερώς,
δεν είχε μείνει
τίποτε,
μόνο ένα σιγοκαίων
σπειροειδές μαύρο
θεμέλιο
και πήγαμε
στη γούρνα με τα ψάρια
και δεν υπήρχε
νερό
μέσα
και τα παχιά
πορτοκαλιά χρυσόψαρα
ήτανε νεκρά
εκεί,
να στεγνώνουν.
πήγαμε πίσω στην
αυλή των γονιών μου
και μιλήσαμε
γι” αυτό
και αποφασίσαμε πως
οι γονείς μας είχανε
κάψει το
σπίτι τους ολοσχερώς,
τους είχαν σκοτώσει
είχαν σκοτώσει τα
χρυσόψαρα
επειδή ήταν
όλα πάρα πολύ
όμορφα,
ακόμη και το δάσος με τα μπαμπού
είχε καεί.
είχαν
φοβηθεί
τον άνθρωπο με τα
όμορφα
μάτια.
και
φοβόμασταν
έκτοτε
πως
σ” όλη τη ζωή μας
πράγματα όπως αυτό
θα
συνέβαιναν,
πως κανείς
δεν ήθελε
τον οποιονδήποτε
να είναι
δυνατός και
όμορφος
όπως αυτό,
πως
άλλοι ποτέ δεν θα
το επέτρεπαν,
και πως
πολλοί άνθρωποι
θα “πρεπε να
πεθάνουν.
- See more at: http://left.gr/news/mpoykofski-ena-ekpliktiko-animation-gia-poiima-o-anthropos-me-ta-omorfa-matia#sthash.8T4qhaOf.dpuf

Joyeux Noël!


HAPPY CHRISTMAS DAY!

Πόσα μπισκοτάκια μπορεί να φάει ο Άγιος Βασίλης; 

Το επόμενο πρωί θα ξέρουμε!

Καλά Χριστούγεννα!
γεμάτα αγάπη, φαντασία και λάθη πολλά!

24.12.2014