jeudi 19 août 2010

Mια γιαγιά που την λέγαν Αναστασία

 Της Παναγιάς το μέγα 15άυγουστο η γιαγιά αν ήταν μαζί μας δε θα γιόρταζε. Αναστασία λεγόταν και όπως αφήνει να νοηθεί το όνομα της κάθε Πάσχα τη χαιρόμασταν, συνήθως στην Ερέτρια στο εξοχικό, ήταν άτυπο έθιμο να σουβλίζουν αρνί δίπλα στην περήφανη ελιά του σπιτιού. Έλα που όμως σε κάθε μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης τυχαίνει και την ενθυμούμαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ίσως γιατί μας λείπει, ίσως γιατί μου λείπει.



 Πάνε χρόνια τώρα, γύρω στα 9 αν συγκρατώ ορθώς το πέρασμα των χρόνων αλλά η γιαγιά δεν είναι φιγούρα που ένα εγγόνι θέλει να ξεχάσει και ιδιαίτερα αν η γιαγιά αυτή ήταν φιγούρα αγάπης, στοργής και χαράς. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να ρωτήσω από πού κρατά η σκούφια της κρατώντας ενδελεχώς σημειώσεις. Παράλια Μικράς Ασίας και κάποιο χωριό Χιλή επαναλάμβανε διαρκώς και με περίσσια νοσταλγία αν την ρωτούσες. Το καταλάβαινες αμέσως όμως αν λίγο μιλούσες μαζί της, πετούσε ιδιωματισμούς τουρκικής γλώσσας πολύ συχνά στο λόγο της και το έκανε με τόση άνεση που μικρή θεωρούσα αυτονόητο ότι ήταν ελληνικά μιας και η συνοδευόμενη κίνηση πρόδιδε την έννοια της λέξης ώστε να μη μπερδευτώ. Αμ το άλλο; Ελληνικός καφές. Η γιαγιά ήξερε τη τέχνη να διαβάζει το φλιτζάνι και εγώ πολλά πρωινά έβλεπα τη μαμά μου να αναποδογυρίζει την κούπα της και να περιμένει να ακούσει το τακ της πόρτας του διπλανού σπιτιού σημάδι ότι η γιαγιά έρχεται για το καλημέρα και για την ανάγνωση των «δρόμων του κατακαθιού».


 Η γιαγιά δεν ήξερε γράμματα, είχε μάθει όμως να αναγνωρίζει τα λεφτά. Με εγγόνια σαν εμάς ήταν αναμενόμενο, ήμασταν αδίστακτα όταν μπορούσαμε να της πάρουμε ένα ακόμη κατοστάρικο χωρίς να το καταλάβει στην μέτρηση του χαρτζιλικιού για ένα δεύτερο πακέτο γαριδάκι. Όταν πληρωνόταν φυσικά αυτό γινόταν αυθόρμητα και με μεγάλη χαρά, «σήμερα, ήρθε ο ταχυδρόμος» και το μαύρο ανδρικό πορτοφόλι της έσφυζε από κουδουνίσματα ψιλών έτοιμα να μας τα μοιράσει. Γαριδάκια, παγωτά, τσίχλες από το κοντινό περίπτερο ήταν όλο και όλο άντε και μια βόλτα μέχρι την πλατεία για να πάρουμε τυρόπιτα. Ταξίδι ολόκληρο 40 μέτρα μακριά από το σπίτι η πλατεία. Θυμάμαι ίσα με τώρα τη φωνή της όταν αργούσα να γυρίσω ή αναγκαστικά κρυβόμουν για να νικήσω στο κρυφτό. Άννααααααααααά ηχούσε στη διαπασών και έφτανε ίσα με τον Πειραιά η φωνή. Άλλοτε αργούσα άλλοτε ήμουν απίκο στο κάλεσμα. Η γιαγιά όμως σχεδόν πάντα έβαζε το χέρι στη μέση που λύγιζε λιγάκι και με απειλούσε ότι η μαμά θα με δείρει αν το μάθει, απειλή που φυσικά παρέμεινε στα λόγια, τώρα πια μπορώ να καταλάβω. Με αγκάλιαζε μετά και μου ζητούσε να επιβεβαιώσω ότι την επόμενη φορά με το πρώτο Άννα όφειλα να εμφανιστώ στρατιωτάκι μπροστά της γιατί κάθε φορά έστελνα τη ψυχή της στην Κούλουρη, δεν ήμουν και το πιο ήσυχο κοριτσάκι άλλωστε.


 Μέχρι και το 2000 που πέρασα στο Πανεπιστήμιο και έπρεπε να φύγω για την επαρχία η γιαγιά ήξερε πάντα να προστατεύει με τον τρόπο της τις προσδοκίες σου για τη ζωή, να σε περιμένει να γυρίσεις για το αντίο πριν φύγει, να σε δει, να σε αποχαιρετίσει και να σε καθησυχάσει για το καλύτερο και ας ήξερε και ας ήξερα. Ας γαληνέψει η ψυχή της στο ταξίδι που δεν παρευρέθηκα, ίσως τελικά καλύτερα για εμένα, να ξέρω ότι δεν έφυγε και από κάπου εκεί ψηλά μας «ξεματιάζει» αν αυτό χρειαστεί, την τέχνη του λαδιού για το κακό το μάτι που δεν κατάφερα ποτέ να εκμαιεύσω και ας έβλεπα με θαυμασμό το λάδι να «σκάει» στο φλιτζανάκι και εγώ περδίκι από τον πονοκέφαλο να γυρίζω αρχηγός πίσω στο παιχνίδι.





Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire