![]() |
e-mail: fr_anou@yahoo.com |
"Το Γλυκύτατο Αρκουδάκι Ονειρεύεται"
της Άννας Αναγνωστοπούλου
Μια
φορά και έναν καιρό, σε ένα δάσος μακρινό,
ζούσε ένα αρκουδάκι. Το Γλυκύτατο. Δεν
ήταν πολύ μεγάλο αλλά ούτε και πολύ
μικρό. Αν το ρωτούσες πόσο χρονών είναι,
έλεγε: «Είμαι 5» καθώς θυμόταν τα λόγια
της μαμάς του, η οποία πάει καιρός που
έλειπε από τη σπηλιά. Ίσως, λέγανε οι
σοφότερες αρκούδες να είχε πιαστεί σε
κάποια παγίδα κυνηγού, αλλά κανείς ποτέ
δε μιλούσε ανοιχτά για τις παγίδες και
τους κυνηγούς του δάσους.
Το
Γλυκύτατο αρκουδάκι ΟΝΕΙΡΕΥΟΤΑΝ ν'
αλλάξει τον κόσμο. Δυσανασχετούσε με
ότι ζούσε στη γειτονιά του και θύμωνε
με τα κακά πράγματα που έκαναν τα άγρια
και πολύ μεγάλα ζώα. Για παράδειγμα οι
λύκοι είχαν πάρει μεγάλη δύναμη μέσα
στο δάσος και εκμεταλλεύονταν κάθε
μικρό και αδύναμο ζώο. Οι αρκούδες
αντιστέκονταν αλλά όταν έπεφταν σε
χειμερία νάρκη, τα πράγματα γίνονταν
χειρότερα.
«Θέλω ν'
αλλάξω τον κόσμο» έλεγε και ξανάλεγε,
ακόμα και στον ύπνο του. Είχε όλα τα
προσόντα
για να το κάνει. Ήταν συνεπής, οργανωτικός,
μελετηρός, μετρημένος, χαρούμενος και
αισιόδοξος. Πάνω από όλα όμως ήταν
ονειροπόλος. Έκανε δηλαδή πολλά ΟΝΕΙΡΑ.
«Είναι
άραγε καλό να είσαι ονειροπόλος;»
σκεφτότανε
συχνά.
Μια
μέρα λοιπόν ξύπνησε και είπε στον εαυτό
του: «Θα προσπαθήσω ν'αλλάξω τον κόσμο
αλλιώς δεν μου μένει τίποτ' άλλο παρά
να φύγω». Το Γλυκύτατο αρκουδάκι αν
έφευγε, θα πήγαινε σε μια άλλη γειτονιά
του δάσους, εκεί που λεγόταν
ότι τα ζώα είναι σοφά και η ζωή γλυκιά
και όμορφη. Η δική του γειτονιά είχε
γίνει αφόρητη και κανείς δεν έμοιαζε
να επιθυμεί να την αλλάξει.
«Αααα»
σκέφτηκε, «ξέρω ποιοι μπορούν να με
βοηθήσουν!!».
Κατηφόρισε
γρήγορα γρήγορα το μονοπάτι δίπλα από
το σπίτι του. Ήταν εύκολο να βρει τους
φίλους του. Ήταν πάντα εκεί, δίπλα στις
όχθες του καταγάλανου ποταμού. Έφτασε
λοιπόν τη στιγμή που απολάμβαναν
τη σκιά μεγάλων δέντρων παίζοντας
ανέμελα. Έψαχνε κάποιους για να μοιραστεί
το ΟΝΕΙΡΟ, και αναρωτήθηκε: «Ποιοι είναι
καλύτεροι από τους φίλους»;
Την
πρώτη μέρα δεν κατάφερε να τους πείσει.
Τί και αν πόνεσε ο λαιμός του από τα
πολλά λόγια. Κανείς δεν έλεγε να δώσει
σημασία στο Γλυκύτατο αρκουδάκι και να
σηκώσει λίγο το κεφάλι ως ένδειξη καλής
προσοχής. Δεν το 'βαλε όμως κάτω. Κάθε
πρωί κατηφόριζε το μονοπάτι και κάθε
μέρα έλεγε και ξανά έλεγε το ΟΝΕΙΡΟ του.
Κάποια
στιγμή λοιπόν οι φίλοι του απάντησαν:
«Τι να σου κάνουν έξι αρκούδες Γλυκύτατο
αρκουδάκι; Δεν μπορούμε εμείς ν' αλλάξουμε
τον κόσμο. Δεν είμαστε ούτε άγρια ζώα
για να επιβληθούμε ούτε σοφοί για να το
συζητήσουμε!».
Το
Γλυκύτατο αρκουδάκι ρουφώντας δυο
κουταλιές μέλι για να νιώσει δυνατό,
όσο από αυτό του είχε απομείνει στην
τσάντα, απάντησε: «Μα έξι; Είμαστε ήδη
πολλοί!». Όσες αρκούδες ακούγαν τη
συζήτηση λύθηκαν στα γέλια!
Την
άλλη μέρα κατέβηκε πάλι στο ποτάμι με
περίσσιο
ενθουσιασμό. Από το προηγούμενο βράδυ
είχε προετοιμαστεί για το πώς θα τους
μιλήσει.
Τους είπε
λοιπόν:
«Ακούστε
φίλοι μου. Ο Μικρός αρκούδος ξέρει να
ζωγραφίζει. Χρειαζόμαστε κάποιον να
ζωγραφίσει το όνειρο. Ο Μεγάλος αρκούδος
είναι χτίστης. Χρειαζόμαστε κάποιον να
χτίσει το όνειρο. Ο Καλός αρκούδος ξέρει
να παίζει μουσική. Χρειαζόμαστε κάποιον
να κάνει μουσική το όνειρο. Ο Ψηλός
αρκούδος ξέρει να γράφει
ωραία. Χρειαζόμαστε κάποιον να γράψει
για το όνειρο. Ο Αστείος
αρκούδος ξέρει να χειροκροτά. Χρειαζόμαστε
κάποιον να δίνει κουράγιο στο όνειρο.
Και εγώ ξέρω να ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ. Χρειαζόμαστε
κάποιον ... ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟ». Στην τελευταία
του φράση άρχισε να κομπιάζει για αυτό
επανέλαβε γρήγορα - γρήγορα
και χωρίς πολλή σκέψη
μπερδεύοντας κάπως τα λόγια του:
“Χρειαζόμαστε κάποιον να ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΙ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ. Φτάνουμε!”
πρόσθεσε “είμαστε ήδη πολλοί!».
Οι φίλοι
του τον αγνόησαν, χασκογέλασαν και
συνέχισαν τα παιχνίδια.
Το
Γλυκύτατο αρκουδάκι στεναχωρήθηκε,
απογοητεύτηκε και δεν κατέβηκε ξανά
στο ποτάμι για να μοιραστεί το ΟΝΕΙΡΟ
του. Η μαμά του, του
έλειπε τώρα περισσότερο από ποτέ.
Θυμήθηκε τα λόγια της. Στο τέλος κάθε
παραμυθιού που διηγόταν, η Γλυκύτατη
μαμά αρκούδα πρόσθετε: «Είσαι το πιο
όμορφο αρκουδάκι του κόσμου, ποτέ μην
αμφιβάλλεις για τα ΟΝΕΙΡΑ σου!». Το
Γλυκύτατο αρκουδάκι ονειροπόλησε τις
στιγμές και χαμογέλασε.
Οι
φίλοι του είχαν καιρό να τον δουν στο
ποτάμι και άλλο τόσο να ακούσουν νέα
του. Ίσως, λέγανε οι σοφότερες αρκούδες
να είχε πιαστεί σε κάποια παγίδα κυνηγού
αλλά κανείς ποτέ δεν μιλούσε ανοιχτά
για τις παγίδες και τους κυνηγούς του
δάσους.
ΤΕΛΟΣ
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire